Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

ΚΑΜΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


ΚΑΜΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

<<Μην το κάνεις.>> φώναζε. <<Σκέψου τα παιδιά.>>

Έξαλλος, δεν σκεφτόμουν. Δεν με σέβεται, δουλεύω πολύ για να θρέψω εκείνη και τα παιδιά μας, είμαι η βάση της οικογένειας. Και όμως, γυρνάω σπίτι και βρίσκω αχαριστία, γκρίνια και παράπονα. Πουθενά δεν με γεμίζει αυτή η γυναίκα, πως την ερωτεύτηκα και την παντρεύτηκα.

Γιορτές είναι, αξίζω μια νύχτα μόνος μου, μακριά από το σπίτι, από τις φωνές των παιδιών, από το χάος του σπιτιού. Επέλεξα τους φίλους που έχω καιρό να δω. Ένα διαφορετικό είδος χάους, ευχάριστο για μένα. Δεν τους βλέπω συχνά, σπίτι, γραφείο, σπίτι ξανά, μου έχει λείψει η παρέα τους. Σήμερα αποφάσισα να αφιερώσω το βράδυ σε εμένα.

Εντάξει, ξεφύγαμε λίγο με τα παιδιά. Τα ποτά και τα σφηνάκια δεν σταματούσαν. Ξεκινήσαμε σε ένα απλό γιορτινό μπαρ, καταλήξαμε σε ένα στριπτιζάδικο. Δεν άντεχα τα τηλεφωνήματα της, που ξεκίνησαν από νωρίς το βράδυ, έκλεισα το κινητό. Ξέρω πως το πρωί έπρεπε να είμαι παρών όταν τα παιδιά ανοίξουν τα δώρα τους, και θα ήμουν. Άλλα ήθελα και το δικό μου δώρο, την ελευθερία μιας βραδιάς, γιορτές που είναι.

Όχι, δεν βρήκα άλλη, ούτε την απάτησα. Πέρασε από την μύτη μου λίγη κοκαΐνη, καταλήξαμε στο τέλος σε ένα παρακμιακό μαγαζί. Φορώντας έναν σκούφο στο κεφάλι μου, του Άγιου Βασίλη, συνέχισαν τα ποτά και οι γραμμές.

Γύρισα σπίτι τα ξημερώματα, ακόμα με τον σκούφο στο κεφάλι. Ήξερα μόλις την αντίκρισα στον καναπέ δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, τι θα επακολουθούσε. Με περίμενε νευρική, τσαντισμένη με μαύρους κύκλους από την αϋπνία. Εγώ φτιαγμένος και ζαλισμένος, με ανήσυχο βλέμμα, μύριζα αλκοόλ. Άρχισε να μιλάει άσχημα, πράγματα που είχα ξανακούσει, άλλα ποτέ δεν με επηρέαζαν. Σήμερα όμως με εξόργισαν.

Δεν σέβομαι εγώ την οικογένεια μας, δεν σέβομαι αυτήν. Εγώ το μόνο που κάνω είναι να δουλεύω, να έχει αυτή τα δώρα της και τις ανέσεις της. Το μόνο που κάνω είναι να δουλεύω, να δώσω ένα μέλλον στα παιδιά μας, να πάνε σε καλά σχολεία και να μην τους λείψει τίποτα. Δεν εκτιμάει αυτή η γυναίκα, δεν εκτιμάει εμένα και τις ανάγκες μου ως άντρας. Μέσα στις κατηγορίες που έλεγε, το μυαλό μου θόλωσε.

Τα μάτια μου γυάλιζαν, ένιωθα έντονα συναισθήματα και δυσφορία, ναι αυτό ήταν, δεν είχα αντίληψη του τι έκανα και έλεγα. Τα παιδιά ξύπνησαν από τις φωνές, κρυβόντουσαν στα δωμάτια τους. Άκουγα μόνο ήχους από κραυγές, φωνές και κλάματα, δεν ξεχώριζα τίποτε από αυτά. Το τζάκι αναμμένο. Μα γιατί το άφησε αναμμένο..

Εγώ το έκανα, ναι πρέπει να το έκανα εγώ. Η εικόνα ζωντανεύει στο μυαλό μου όσο συνέρχομαι από την εμπειρία και την ζάλη. Η γυναίκα μου όσο και να φωνάζει δεν πειράζει κανέναν. Πρέπει να έπιασα κάποιο κάρβουνο με τα χέρια μου, ακόμα νιώθω το κάψιμο, πονάει.

<<Μην το κάνεις.>> φώναζε. <<Σκέψου τα παιδιά.>> Μου φάνηκε αστείο, εκείνη την στιγμή να την τρομάξω, δεν σκέφτηκα τις επιπτώσεις. Πέταξα το κάρβουνο στο δέντρο, και γελούσα, δεν σκέφτηκα την πράξη μου. Το δέντρο έπιασε φωτιά αμέσως, το ψεκάσαμε με σπρέι ανακατεμένη με χρυσόσκονη όταν το στολίζαμε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έπιασε φωτιά και η κουρτίνα, και μέσα σε λίγα λεπτά ολόκληρο το σαλόνι.

Δεν συνηθίζω να αντιδράω έτσι, πρέπει να έφταιγε το ποτό μαζί με τα ναρκωτικά. Με έφερε στα όρια μου, έσπασα, έχασα την υπομονή μου και την αυτοσυγκράτηση μου. Έχω και εγώ ανάγκες για διασκέδαση. Δεν το σεβάστηκε, όχι, ήθελε να κάνει την έξυπνη. Τώρα το μόνο που κατάφερε είναι να κάθομαι μέσα στο περιπολικό με κατηγορίες, αυτή να κοιτάει δύσπιστα και σοκαρισμένη εμένα και το σπίτι που καίγεται, και τα παιδιά μας τραυματισμένα.


Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΠΟΥ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ


Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΠΟΥ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ

Είναι δυνατόν να είναι αληθινός ο Θρύλος, αυτός που οι πρόγονοι μου πρόβλεψαν, ή είναι απλά ιστορίες για παιδιά. Αυτός! Ο Θεός Κετζαλκόατ, ο Θεός του αέρα, βρίσκεται μπροστά μου, με σάρκα και οστά. Είναι δυνατόν άραγε.

Δεν είναι σαν τους ανθρώπους του λαού μου, αυτός είναι διαφορετικός. Το δέρμα του είναι κάτασπρο σαν τα άσπρα σύννεφα που κινεί ο άνεμος, το γένι του επιβλητικό στο πρόσωπο του, τα κόκκινα μαλλιά του καίνε σαν φωτιά στην κεφαλή του, και τα μάτια του στο χρώμα που δεν κατέχει κανένας από τους ανθρώπους μου, πράσινα. Είναι ίδιος με την εικόνα που απεικονίζεται στους θρύλους, έτσι όπως τον περιγράφουν γενεές τώρα.

Δεν είναι άνθρωπος αυτός, μα ναι, είναι ο Θεός των θρύλων. Είναι δυνατόν. Πώς έφτασε εδώ, από πού εμφανίστηκε. Δεν υπάρχει άλλος τόπος πέρα από την χώρα των Αζτέκων, η χώρα μου είναι πλούσια και ιερή, δεν υπάρχει τίποτα πέρα από την θάλασσα. Και όμως αυτός ήρθε από την θάλασσα, τον έφερε καβάλα ο άνεμος.

Μα ναι, αυτός είναι Θεός. Φυσούσε την μέρα που μπήκε στο βασίλειο μου, και κάθε φορά που έρχομαι κοντά του, νιώθω ένα απαλό αεράκι, κρύο. Ο άνεμος ανακατεύει τα μαλλιά του, φαίνεται πως το απολαμβάνει, του ανήκει. Μα δεν μπορεί να είναι συμπτώσεις, αυτός είναι ο Θεός του αέρα. Το πρόβλεψαν οι θρύλοι, δεν μπορεί να λένε ψέματα. Δεν κάνω λάθος, δεν υπάρχει άλλος όμοιος του, αυτός είναι.

Αυτή η Ινδιάνα γυναίκα που τον ακολουθεί, η ερωμένη που διάλεξε να έχει, κατάγεται από μία εχθρική φυλή που κυβερνάμε. Συνωμοτεί εναντίον του λαού μου ή ακολουθεί διαταγές του Θεού της, του Θεού μου, του Θεού μας. Ψιθυρίζει σιγανά στο αυτί μου, σκέψεις και διαταγές. Ο Θεός Κετζαλκόατ πρέπει να φύγει λέει, να συναντήσει τους άλλους θεούς, θα γυρίσει με δώρα και πλούτη, αμύθητα και πέρα φαντασίας από το ίδιο το βασίλειο μου. Την ακούω, γιατί την άκουσα?

Γιατί οι ακόλουθοι που άφησε πίσω να μας προστατέψουν, έσφαξαν τους ευγενείς του λαού μου, αφού πήγαν να προσευχηθούν στον ναό μας. Είναι και αυτοί Θεοί που εξοργίστηκαν για κάποια αναίδεια, ή απλά δαιμόνια που ακολουθούν τις διαταγές του Θεού. Γιατί εξαπέλυσε την οργή του πάνω μας, γιατί μας τιμωρεί. Του έστειλα δώρα, τον ευχαρίστησα για την εμφάνιση του, μας τίμησε αυτόν τον χρόνο μέσα στους θρύλους των αιώνων. Τον φιλοξένησα, τον τάισα, υποκλίθηκα μπροστά του όπως μόνο σε Θεό άξιζε. Μα πού τον πρόσβαλα?

Μάλλον έκανα λάθος, υπήρξα αφελής, δεν ήταν Θεός αυτός. Πριν πάρω την τελευταία μου πνοή, πρόδωσα τον λαό μου. Άφησα να καταστρέψουν τους ναούς μας, να βάλουν τις δικές τους εικόνες με άλλα πρόσωπα, θεότητες που δεν γνωρίζω. Έτσι ζήτησε ο Θεός Κετζαλκόατ, αυτό απαίτησε, νόμιζα πως ήταν το σωστό, να κάνω το θέλημα του. Ατίμασα εμένα, ως αυτοκράτορας των Αζτέκων, ατίμασα τον λαό που προοριζόμουν να προστατέψω. Τους πρόσταξα να υπακούσουν έναν βάρβαρο. Οι άνθρωποι μου στράφηκαν εναντίον μου, με πετροβόλησαν, με ύβρισαν, άφησα έναν ξένο να μπει μέσα στον τόπο μας και τον ανακήρυξα Θεό.

Έκανα λάθος άραγε, μα το λένε οι θρύλοι. Με ξεγέλασαν τα μάτια μου και η τυφλή μου πίστη, μήπως ήταν τρέλα. Γιατί με πρόδωσε ο Θεός που λάτρευα, γιατί με σκότωσε?

Created by Diana Chemeris

* Αναφορά στα γεγονότα της εισόδου του Ισπανού Κορτές το 1518, στην πρωτεύουσα των Αζτέκων, την Τενοτστιτλάν. Εκεί, ο βασιλιάς Μοντεζούμα, λόγω των θρύλων μπέρδεψε τον Κορτές με θεότητα. Μία παράξενη ιστορία για το πώς, η χώρα αυτή, κατακτήθηκε.

Πηγή: "Εξουσία και Απληστία" του Philippe Gigantes

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Η ΛΙΜΝΗ


Η ΛΙΜΝΗ

Θυμάμαι από μικρός ερχόμουν εδώ. Μακάρι να ήμουν ξανά μικρός, τότε που δεν με απασχολούσε τίποτα, βρισκόμουν μακριά από όλες τις έγνοιες. Δεν γνώριζα τίποτα, δεν μπορούσα να φανταστώ ακόμα, τι μπορεί να σημαίνει ζωή, οι δυσκολίες της, οι ευθύνες της, τα καμώματα της. Μακάρι να ξαναγινόμουν μικρός, να κολυμπούσα μέσα σε αυτήν την λίμνη όπως τότε. Απολάμβανα το χλιαρό νερό, κρατούσα την αναπνοή μου, κολυμπούσα όσο πιο βαθιά μπορούσα, μέσα στα νερά της.

Τώρα κρατάω την αναπνοή μου, την κρατάω όσο μπορώ. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, με πνίγουν οι τύψεις, με τύλιξαν σαν τα νερά της. Η λίμνη αυτή, ήταν πάντα ήρεμο μέρος για μένα, την ψυχή μου. Τώρα δεν μπορώ να ξεφύγω μέσα της, από την αλήθεια, όχι πια. Πνίγομαι.

Μεγάλωσα, δεν ήμουν πια παιδί. Και όπως όλα τα παιδιά που μεγαλώνουν, ήταν αναμενόμενο να ανακαλύψω την πραγματική ζωή. Ανακάλυψα τα πάθη, την απάτη, την κοροϊδία, την δυστυχία. Για να ξεφύγω, ζαλίστηκα από το πόθο, από τις απολαύσεις της ζωής, τις εφήμερες αισθήσεις που τις πρωινές ώρες φεύγουνε. Κάθε φορά που άνοιγαν τα μάτια μου, επέμενα να τις ξαναβρώ, να μπω ξανά μέσα στο παιχνίδι τους, επέμενα ο χαζός.

Έμπλεξα, είχα μια αγάπη. Μία αγάπη που με συνάρπαζε. Αισθανόμουν την αδρεναλίνη και την έξαψη, όπως δεν με είχε κάνει ποτέ να νιώσω μια γυναίκα. Ο τζόγος. Τα λεφτά, το παιχνίδι, ο εθισμός. Αυτό το κομμάτι χαρτί, μαγικά εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν μπροστά μου, άλλαζαν χέρια με ταχύτητα που ζάλιζε. Μία τα έχανα, μια τα κέρδιζα. Όταν τα κέρδιζα όμως…

Αισθανόμουν γεμάτος, δυνατός, υπερήφανος. Ξέχναγα την δυστυχία που ερχόταν πακέτο μαζί με την πραγματική ζωή, ένιωθα ολοκληρωμένος. Για λίγο, μετά άρχιζαν όλα πάλι από την αρχή. Δεν άντεχα να βρίσκομαι μακριά από την πράσινη τσόχα, από την αίσθηση του παιχνιδιού, της νίκης. Δεν άντεχα να αποφεύγω τον πόθο μου.

Κάποια στιγμή αναγκάστηκα να δανειστώ. Όχι, δεν υπολόγιζα πως θα χάσω. Τα έπαιξα, τα έχασα. Δανείστηκα από αλλού, ξανά. Αυτή την φορά από άντρες επικίνδυνους, που σαν μικρό παιδί μου λέγανε να μείνω μακριά τους. Μεγάλος πια, τους πλησίασα από ανάγκη, ζήτησα λεφτά να παραμείνω στον εθισμό μου, να παρατείνω την μεγάλη μου αγάπη, αυτήν που γέμιζε την ζωή μου, έστω και φευγαλέα. Μου τα δώσανε.

Τα έχασα, ξανά και ξανά. Άπληστος, τα λεφτά έφευγαν μπροστά από τα έκπληκτα μάτια μου, πως μπόρεσα να τα χάσω. Εκνευριζόμουν, μα δεν έβλεπα πως αυτό το ελάττωμα, κάθε μέρα που περνούσε, με έφερνε όλο και πιο κοντά στην λίμνη, εδώ.

Πάντα αγαπούσα αυτά τα νερά, μακάρι να ξαναγινόμουν μικρός. Μέσα στην ηρεμία της λίμνης, κάτω από την επιφάνεια της, διαγράφω όλα μου τα χρέη. Δεν χρωστάω πια σε κανέναν, δεν έχω λεφτά να δώσω, δεν έχει πια σημασία. Τα πληρώνω τα χρέη μου, και με το παραπάνω.

Οι ίδιοι άντρες που χρωστούσα, οι τοκογλύφοι, με έφεραν εδώ. Τραβώντας με προς τα νερά της λίμνης, που τόσο αγαπώ. Τους παρακαλούσα να με αφήσουν, δεν είχα τα λεφτά που μου ζητούσαν, δεν μου απέμεινε τίποτα. Έκανα λάθος.

Με πέταξαν μέσα στο νερό, και τώρα είμαι ήρεμος, όπως τότε. Κρατώ την αναπνοή μου, όπως τότε. Μέσα στα ήρεμα νερά της, όπως τότε. Φτάνοντας στον πάτο της λίμνης, όπως τότε. Οι βαριές πέτρες με τραβάνε από τα πόδια, πνίγομαι.

Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ξεκινήσαμε πολλοί, απομείναμε λίγοι πάνω στο μεγάλο ξύλινο πλοίο που θα μας μετέφερε στην Αμερική, την ήπειρο που κάποιος Κολόμβος ανακάλυψε.

Ξεκινήσαμε με όνειρα, για μια καινούρια ζωή. Η Ιρλανδία δεν μας προσέφερε τίποτα, οι πλούσιοι πάταγαν τους φτωχούς, στους φτωχούς δεν έφταναν τα λεφτά για να ταΐσουν τις οικογένειες τους και κάθε χρόνο, ο χειμώνας που ερχότανε, ήταν πιο βαρύς από τον προηγούμενο.

Μας μίλησαν για τον Νέο Κόσμο, πως πολλές οικογένειες μετοίκησαν εκεί και έγιναν πλούσιες, μας γέμισαν με φιλοδοξίες. Μία χώρα που δεν διακρίνει, μια χώρα ολοκαίνουρια, που οι ευκαιρίες δεν λιγοστεύουν, μια χώρα νεογέννητη που θα μας δεχόταν χωρίς αμφισβήτηση. Μας διαβεβαίωσαν πως είμαστε η γενιά που θα την μεγάλωνε, που με διάθεση και κόπους, θα την ονομάζαμε πατρίδα, η δικιά μας πατρίδα.

Έτσι, δεν αργήσαμε να ανεβούμε, με τον άντρα μου και τα δύο μας παιδιά, πάνω στο επιβλητικό πλοίο με τα βαθύ μπλε πανιά. Πουλήσαμε το σπίτι μας, όλα μας τα ζώα, και με λίγα υπάρχοντα ξεκινήσαμε για το άγνωστο, με ελπίδα μια καλύτερη ζωή.

Το πλοίο ήταν γεμάτο από συμπατριώτες με την ίδια επιθυμία. Αναγνωρίζαμε την φτώχεια στα μάτια τους, και τα καινούρια όνειρα που εμφύτευσε αυτό το μεγάλο ταξίδι. Σαλπάραμε χαρούμενοι, γεμάτοι προσδοκίες, και τελικά συναντήσαμε μια μοίρα, χειρότερη από την προηγούμενη.

Στην αρχή, λίγοι αρρώστησαν, ξεκίνησαν με εμετούς, πυρετό και πόνους στο στομάχι. Λίγες μέρες αργότερα έφτυναν αίμα, χλωμοί και εξαντλημένοι, προσευχόντουσαν να τελειώσει το μαρτύριο τους. Έπεσαν τα πρώτα πτώματα, όσο περνούσε ο καιρός, ο αριθμός μεγάλωνε. Δυστυχία απλώθηκε στο πλοίο, ο πληθυσμός μειωνόταν, σχεδόν κανένας δεν μπορούσε να ξεφύγει. Σαν φάντασμα που στοίχειωσε το κατάστρωμα, έσβησε τα χαρούμενα και υποσχόμενα χαμόγελα από τα πρόσωπά μας. Με συντροφιά το θάνατο, περιμέναμε με αγωνία το επόμενο θύμα.

Κατάρα λέγανε, από τους πλούσιους που αψηφήσαμε και αφήσαμε πίσω. Άλλοι μιλάγανε για μάγισσες που επιβιβάστηκαν μαζί μας, και έκαναν το έργο του Σατανά. Όλοι ψάχναμε την πηγή του λοιμού, μέχρι που ο παπάς που μας συντρόφευε, έπεσε θύμα της. Ούτε ο καπετάνιος τα κατάφερε, οι ναυτικοί οδηγούσαν το πλοίο στα τυφλά, πολεμώντας με τα άγρια θυμωμένα κύματα. Προσευχόμασταν στον Θεό να μην συνεχίσει την τιμωρία μας, να μας συγχωρήσει που τολμήσαμε να απαρνηθούμε την πατρίδα που μας έδωσε.

Δεν είχαμε άλλη επιλογή, από το να πετάμε τα πτώματα στην θάλασσα. Στο μακρύ ταξίδι, είδα να πετάνε μέσα στην θάλασσα τον άντρα μου, και αμέσως μετά την μικρή μου κόρη.

Όταν φτάσαμε, επιτέλους, στην ευλογημένη χώρα. Κράταγα στα χέρια μου τον άρρωστο γιο μου, τα συμπτώματα του ήταν προχωρημένα. Μας έβαλαν αμέσως σε καραντίνα, για να μην μολύνουμε με την αθεράπευτη αρρώστια μας, τους ντόπιους που έφτασαν πριν από μας. Δεν μας πλησίαζε κανείς, είδα τον γιο μου να ξεψυχάει στην γωνία του σφραγισμένου στάβλου, άλλο ένα πικρό χτύπημα από την τιμωρία του Θεού. Και τώρα με την σειρά μου, με χαμένη την ελπίδα για το αύριο, περιμένω ολομόναχη, να ξεψυχήσω σε μια άγνωστη καταραμένη γη.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΝΕΡΑΙΔΑ


Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΝΕΡΑΙΔΑ

Παρίσι 1898

Τα βράδια τα περνάω εδώ, σε αυτό το καμπαρέ. Δεν προβλέπω κάτι για το μέλλον μου. Έχω μάθει στην ζωή μου να δουλεύω σκληρά, να βγάζω το ψωμί μου έντιμα. Η μοίρα με χτύπησε άσχημα κάμποσα χρόνια πριν, μετά τον γάμο μου με την πιο όμορφη κοπέλα.

Μια κοπέλα, που η αθωότητα της και το νεανικό της δέρμα, με έκανε να κοκκινίζω. Σαν σιδεράς, έχω καλό εισόδημα, όλοι θέλουν κάποια επισκευή στα σιδερικά και στα πέταλα των αλόγων. Έτσι οι γονείς της μου την δώσανε. Η προίκα της δεν ήταν μεγάλη, άλλα η ομορφιά της με έκανε να ανατριχιάζω.

Δούλευα σκληρά για να στήσω το σπιτικό μας, και όταν έμεινε έγκυος, ήμουν διπλά χαρούμενος. Ήθελα έναν γιο, με την ομορφιά της γυναίκας μου και την δουλειά του σιδερά, θα γινόταν ένας έντιμος άντρας. Δεν περίμενα καλύτερη μοίρα για το όνομα που μου έδωσε ο πατέρας μου. Άλλα η γυναίκα μου, πέθανε στην γέννα, μαζί με τον κληρονόμο γιό μου.

Από τότε, ξεκίνησα αυτή την κακιά συνήθεια. Κάθε βράδυ πεθαίνω ανάμεσα στις πόρνες αυτού του καμπαρέ και πνίγομαι μέσα στο αψέντι.

<<Γιατί είσαι στεναχωρημένος.>> άκουσα μια τρυφερή, ψιλή γυναικεία φωνή. Μία γυναίκα καθόταν δίπλα μου, κομψή μέσα στο αέρινο πράσινο φόρεμα της. Η πράσινη αύρα που λαμπύριζε γύρω της, τόνιζε το παρουσιαστικό και την σιλουέτα της. Το πρόσωπο της, ήταν σχεδόν ίδιο της νεκρής γυναίκας μου, μόνο που τα μάτια της ήταν έντονα πράσινα. Το μυστήριο βλέμμα της σταθερό πάνω μου, με υπνώτιζε.

<<Ποια είσαι.>> ρώτησα σαστισμένος.

<<Είμαι η πράσινη νεράιδα.>> η μελωδική της φωνή πλημμύρισε τα αυτιά μου, απέκλεισε κάθε είδος φασαρίας μέσα στο καμπαρέ, από τους άντρες που γλεντούσαν και τις γυναίκες που χαχανίζοντας, κολλούσαν πάνω τους για λίγα φράγκα.

Είναι παραίσθηση, κάνει κόλπα το μυαλό μου. Η γυναίκα μπροστά μου, δεν ταιριάζει με την εικόνα αυτού του καταγωγίου, μοιάζει με ξωτικό από άλλο κόσμο. Μα γιατί μου φαίνεται τόσο οικία, το τρυφερό της βλέμμα με μαγνητίζει.

<<Δεν έχω να περιμένω κάτι από την ζωή.>> απάντησα και ήπια άλλη μια γουλιά από το αψέντι. <<Η συντέλεια του κόσμου έρχεται σε δύο χρόνια.>> γέλασε.

<<Έχεις να περιμένεις εμένα.>> το γέλιο της σαν μια οκτάβα από πιάνο. Σηκώθηκε αέρινα από το παλιό ξύλινο σκαμπό, φαινόταν σαν να μην ακουμπούσε πάνω στην γη. <<Έλα.>> άπλωσε το χέρι της με το φωτεινό δέρμα, με καλούσε.

Χωρίς να σκεφτώ, κατάπια το υπόλοιπο αψέντι. Ακολούθησα την αύρα της που απομακρυνόταν, άφηνε ένα πέπλο πράσινης φεγγαρόσκονης, ανάμεσα από τους μποέμικους μπεκρήδες και τα ξέχειλα ποτά.

Ανέβηκα τις σκάλες προς τα ιδιωτικά δωμάτια, περίμενα πως θα είναι εκεί, δεν την βρήκα πουθενά. Έψαξα απελπισμένος μέσα στα δωμάτια, άλλα οι γυναίκες που έβρισκα, δεν της έμοιαζαν. Ήταν οι κατώτερες γυναίκες του Παρισιού, ουδεμία σχέση με την μαγική γυναίκα που ήταν πριν λίγο δίπλα μου. Εξαφανίστηκε, να ήταν αληθινή άραγε.

Επέστρεψα πίσω στο ξεχειλωμένο σκαμπό του μπαρ, μόνος μου. Παρήγγειλα άλλο ένα αψέντι. Ευχόμουν αυτό το πράσινο υγρό να ξαναφέρει πίσω την πράσινη νεράιδα μου.


Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΤΖΑΜΙ


ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΤΖΑΜΙ

Δεν έπρεπε να πάω, αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα τον γυρνούσα. Εκείνη η νύχτα, μου άλλαξε την ζωή. Μετανιώνω την ώρα και την στιγμή που δέχτηκα εκείνη την βόλτα, το λάθος μου.

Αν και όμορφη κοπέλα, δεν είχα εύκολη ζωή. Δούλευα σε διάφορα μπαρ για να μαζέψω το μεροκάματο μου. Έφευγα επαρχία συχνά, αρκετά καλά λεφτά. Μία καβάτζα που λένε, και ξανά πίσω.

Έτσι είχα συνηθίσει στην ζωή μου, να κυνηγάω το χρήμα, ταυτόχρονα να περνάω καλά. Κάθε φορά που μου πρότειναν δουλειά, δεχόμουν. Έτσι δέχτηκα, χωρίς δεύτερη σκέψη εκείνη την πρόταση. Ήταν στο νομό Ηλίας, σε ένα μπαράκι. Σάββατο. Ξεκινήσαμε από το μεσημέρι με τον υπεύθυνο που με προσέλαβε, από την Αθήνα.

Καλό παιδί, δεν τον γνώριζα πολύ καιρό. Από τις λίγες φορές που τον συνάντησα και όσες φορές μιλήσαμε στο τηλέφωνο, μου φάνηκε έντιμο παιδί. Θα με πήγαινε αυτός, θα με πλήρωνε αυτός, και θα με γύρναγε αυτός. Καλή συμφωνία, μισούσα την ταλαιπωρία με τα ΚΤΕΛ.

Μάζεψα τα πράγματα μου σε ένα βαλιτσάκι, με πήρε με το αμάξι του. Δεν ήταν τίποτε τρομερό, ένα κοινό γκρι αμάξι. Δεν το φοβήθηκα, ήταν άνετο από μέσα. Η διαδρομή στην αρχή, δεν με ενόχλησε, μας συνόδευε χαλαρή μουσική. Δεν μίλαγε πολύ, όση ώρα μιλήσαμε ήταν για τυπικά πράγματα, δουλειά, στόχους. Την υπόλοιπη διαδρομή την περάσαμε σιωπηλοί.

Έτρεχε, αυτό ήταν το μόνο κακό. Δεν παραπονέθηκα, τόσο καιρό με τα ταξίδια, είχα συνηθίσει. Δεν με πείραζε η ταχύτητα, αυτός όμως, πάταγε γκάζι, να προλάβει. Το γκάζι δεν το άφηνε, σταθερός στα εκατό σαράντα χιλιόμετρα. Δεν το άφησε ούτε όταν άρχισε να ψιχαλίζει, ούτε καν όταν οι δρόμοι ήταν θολοί.  Να προλάβει μια νύχτα που θα έφτανε έτσι και αλλιώς, με όση ταχύτητα και να πηγαίναμε, θα φτάναμε στην ώρα μας.

Προσπερνώντας τις πεδιάδες και τους αγρούς. Φτάνοντας λίγα χιλιόμετρα πριν την Αμαλιάδα, δύο ώρες πιο νωρίς από την αναμενόμενη ώρα, τρέχοντας πάνω στους χωματιασμένους δρόμους. Συναντήσαμε μια στροφή. Μια στροφή που δεν πρόλαβε να στρίψει το τιμόνι, μία στροφή που τα χώματα έφαγαν τα λάστιχα. Μια στροφή, που με ρίγος είδα την πρόσοψη του αμαξιού, να χτυπάει στα σιδερένια δοκάρια, μπροστά στα μάτια μου.

Με κράταγε η ζώνη, το αμάξι έκανε γρήγορες στροφές γύρω από τον εαυτό του. Σε όλο το μήκος του άδειου μεγάλου δρόμου, χτυπούσε στα πλαϊνά σιδερένια δοκάρια, ακανόνιστη η πορεία. Τρανταζόμουν, περίμενα την στιγμή που θα πεταχτούμε στον αέρα. Προσευχόμουν σε έναν Θεό που δεν πίστευα, να ζήσω.

Δεν ήταν καλό αμάξι τελικά, όχι. Άκουγα σπασίματα κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Τα δευτερόλεπτα που με κρατούσε μια ζώνη, για να μην συναντήσω το μπροστινό τζάμι. Το τζάμι που τελικά έσπασε, ήταν στο πλάι μου. Ένιωσα στην δεξιά πλευρά του προσώπου μου, τα κοφτερά κομματάκια από το σπασμένο τζάμι. Βαθύ στο δέρμα μου, έντονο, γεμάτο πόνο, λιποθύμησα.

Δεν έπρεπε να πάω, αν μπορούσα να αλλάξω την απόφαση μου, θα το έκανα. Τώρα αυτή η ανάμνηση έμεινε βαθιά ριζωμένη μαζί μου, με ακολουθεί. Σώθηκα, άλλα όχι το πρόσωπο μου. Έμεινε το σημάδι από το σπασμένο τζάμι, σε όλη την δεξιά πλευρά. Σημάδια που δεν μπορώ να κρύψω, σημάδια που μου άλλαξαν την ζωή. Και μαζί με το όμορφο πρόσωπο μου, χάθηκαν όλες οι ευκαιρίες, η ζωή μου. Δεν έπρεπε να πάω. Παραμορφωμένη, κάθομαι μετανιωμένη.


Created by Diana Chemeris

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ


Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ

Είναι υπέροχο αυτό το δάσος. Τα εξωτικά δέντρα δεν περνάνε απαρατήρητα, και τα ζώα της ζούγκλας παίζουν παιχνιδιάρικα, γεμίζοντας την σιωπή με τις κραυγές τους. Οι θεοί μας ευλόγησαν σήμερα, μας χάρισαν αυτήν την ηλιόλουστη μέρα. Ο μουσώνας κράτησε αρκετές μέρες, ο ήλιος ήταν κρυμμένος πίσω από τα θυμωμένα σύννεφα των Ινδικών Θεοτήτων.

Από μικρός επισκεπτόμουν αυτό το δάσος, είναι χώρος ιερός. Τα δέντρα έχουν την δική τους ιστορία. Μεγαλειώδη και παλιά, ξεπερνάνε το ύψος και τα χρόνια του παλατιού μου. Μέσα σε αυτό το μαγικό μέρος, βρίσκονται τα αφηρημένα σημάδια των Θεών, οι ψίθυροι τους, που μας προτρέπουν να ακολουθήσουμε το πεπρωμένο μας.

Το δικό μου πεπρωμένο είναι σαφές. Με ευλόγησαν οι Θεοί, επέλεξαν εμένα ως γιο του βασιλιά της Ινδίας. Όταν πεθάνει ο πατέρας μου, θα πάρω εγώ την θέση του. Ο πατέρας μου είναι καλός βασιλιάς και άξιος στρατηγός. Κάποια μέρα θα τον κάνω περήφανο, μαζί και την χώρα μου. Θα γίνω το ίδιο καλός βασιλιάς με τους προγόνους μου.

Από το πρωί, διέταξα να μου ετοιμάσουν τον Hindi, τον λευκό ελέφαντα που με συντροφεύει στις βόλτες μου. Στολισμένος με κοσμήματα και γυαλιστερά υφάσματα κεντημένα από τους υπηρέτες μου, έχει την αξίωση να κουβαλάει τον πρίγκιπα του πάνω στην πλάτη του. Πήρα μαζί μου ένστολους άντρες, οι τέσσερις πιστοί μου στρατιώτες, που κάποια στιγμή στο μέλλον, θα νικήσουμε μια μάχη σαν φίλοι. Καλπάζουν πάνω στα γενναία μαύρα άλογα με τις επίχρυσες σέλες, δείγμα της φρουράς του βασιλιά.

Ο ελέφαντας που με στηρίζει περνάει αργά το μονοπάτι εκατοντάδων χρόνων, το οποίο βγαίνει στην ανοιχτή πεδιάδα στην μέση του δάσους.  Ένας τόπος μαγικός, με την αξία της μοναδικότητας, ένας χώρος άδειος από δαίμονες, που υποδηλώνει την αξία της μοναξιάς. Επισκέπτομαι χρόνια την ιερή γη, βρίσκω παρηγοριά και νιώθω μικρός μπροστά στα μάτια των Θεών.

Στα μισά του δρόμου, αθόρυβα μας ακολουθούσαν, ανάμεσα στους φοίνικες και τις φυλλωσιές, οι Άθικτοι. Παρακατιανοί, απόβλητα, ακάθαρτοι, αποβράσματα. ξεχασμένοι από την κοινωνία. Οι Θεοί επέλεξαν να μην τους κάνουν ανθρώπους, ως τιμωρία των πράξεων τους σε προηγούμενες ζωές. Μια ξεχασμένη κάστα, από τις υπόλοιπες κάστες, δεν έχουν δικαίωμα να ζουν αξιοπρεπή ανάμεσα μας. Μια κάστα που ούτε την σκιά τους δεν πρέπει να φέρνουν μπροστά μας. Κρυμμένοι ανάμεσα στα δάση, μακριά από την ασφάλεια της Δυναστείας μου.

Πήδηξαν μπροστά μας απειλητικά, μας έκλεισαν τον δρόμο. Έβαλα τα γέλια, με την εικόνα από τα ξύλα και τις σπασμένες πέτρες, μέσα στα χέρια τους. Άντρες κοκκαλιάρηδες, βρόμικοι, σπασμένοι, τα πρόσωπα τους γεμάτα με χώματα και μόνο πτώματα από σκελετούς θύμιζαν. Όχι, αυτοί δεν είναι κανονικοί άνθρωποι, άλλα ζώα ξεχασμένα από τους Θεούς.

Θέλουν να κλέψουν φαγητό. Ήταν αργά, όταν αντιλήφθηκαν το βασιλικό ρούχο που με στόλιζε και τους βασιλικούς Νάιαρ πολεμιστές.

Ο πατέρας μου δέχτηκε επίθεση από Άθικτους πολλά χρόνια πριν. Βρισκόταν σε βόλτα, συνοδευόμενος από τον πιστό του φίλο και Βραχμάνο, Κρίσνα. Εμφανίστηκαν οι Άθικτοι μπροστά τους, με τα πρόσωπα μαύρα σαν την νύχτα, τα μάτια τους πεινασμένα για φαγητό, άλλα και για εκδίκηση.

Ήταν τότε, που μόνος του, ο βασιλιάς πατέρας μου, προστάτεψε τον πιστό του φίλο. Σφάγιασε τους παρείσακτους που τόλμησαν να κλείσουν τον δρόμο του βασιλιά, που μάζεψαν το δαιμονικό θράσος να επιτεθούν, μπροστά σε παρουσία Θεών. Ήταν τότε, που ο πιο άγριος από αυτούς, χάραξε το σημάδι στο πρόσωπο του πατέρα μου, από την βάση του μάγουλου μέχρι το μάτι του. Μια ανεξίτηλη ανάμνηση της ασέβειας των Άθικτων.

Με εντολή μου, ο ήχος του μαστιγίου στον αέρα, διέταξα τους Νάιαρ να κατέβουν από τα άλογα τους και να δώσουν τέλος σε αυτήν την γελοιότητα. Με ικανοποίηση, πάνω στη βασιλική σέλα του ελέφαντα, παρακολούθησα τα χρυσά μαχαίρια που έκοψαν τον λαιμό των ακάθαρτων. Τα βρόμικα πτώματα έπεσαν στον ιερό μονοπάτι, μπηγμένα μέσα στο ίδιο τους το αίμα. Πήρα εκδίκηση για τον βασιλιά πατέρα μου, έτσι το ήθελε ο Θεός Βράχμα. Έδωσα απάντηση, στην δική τους εκδίκηση, της ασέβειας και της ζητιανιάς.

Created by Diana Chemeris



Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ


ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ

Δεν ξέρω πώς να το ονομάσω. Αστρική προβολή, Ταντρική ένωση ή απλά Όνειρο. Όνειρα ανεξήγητα, τα αισθάνομαι αληθινά. Συναισθήματα, σκέψεις που θέλω να πω, αιωρούνται στο κενό και ποτίζουν τον χώρο. Το άτομο απέναντι μου, το νιώθω. Τα δικά του συναισθήματα, πράγματα που θέλει να πει, πράγματα που θέλω να ακούσω, συνδέονται με την δική μου ύπαρξη. Μια μυστική ένωση ψυχών. Δεν ξέρω πώς να το πω. Σύνδεση ή παραίσθηση.

Όλος ο κόσμος ονειρεύεται, όλοι έχουν ένα μυστικό κόσμο που πάνε, όταν κοιμηθούν. Άλλοι λένε πως οι κρυφές επιθυμίες, γίνονται αληθινές. Άλλοι μιλάνε για πρόβλεψη ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης. Άλλοι συναντάνε κάποιον νεκρό, ή και ζωντανό. Άλλοι έχουν πετύχει να χειραγωγούν τα όνειρα τους, κάνουν ότι θέλουν και συναντάνε όποιον θέλουν.

Από τότε που γνώρισα εκείνον, τα όνειρα μου με αναστατώνουν. Έχει μια παράξενη επιρροή πάνω μου αυτός ο άντρας. Όταν βρισκόμαστε μαζί, επικρατεί μια σύγχυση στα συναισθήματα μου. Με επηρεάζει το άγγιγμα του, το βλέμμα του. Με επηρεάζουν τα φιλιά του, ακόμα και τα λόγια του. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται, οι ενέργειες μας μπερδεύονται, γίνονται οικίες. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, η ψυχή μου αγκαλιάζει την δική του, τον αγαπάει. Τα δέχομαι όλα, χωρίς αναστολές. Δένομαι μαζί του, τον ερωτεύομαι.

Άρχισα να βλέπω όνειρα, με πρωταγωνιστή εκείνον. Όνειρα γεμάτα έρωτα και ακατάλληλες σκηνές. Τα αισθήματα ταντρικά, απόκρυφες αισθήσεις, εισχωρούσαν έντονα μέσα στην σάρκα, και στο μεγαλείο της ψυχής. Κρυφές επιθυμίες και λέξεις, που γίνονται αληθινές, μέσα στο μυστικό κόσμο των ονείρων. Καταστάσεις που φαίνονται τόσο αληθινές, που ξυπνάω με ένα πικρό χαμόγελο που δεν ήταν αληθινό, και μια κρυφή χαρά εκπλήρωσης και ευχαρίστησης.

Τα όνειρα άλλαξαν, έγιναν προειδοποιήσεις, επιμένοντας πως κάτι συμβαίνει. Και αυτός, έχει αλλάξει απέναντι μου, δεν είναι όπως στην αρχή.

Το βλέμμα του αποτραβιέται συχνά από το δικό μου, το άγγιγμα του, διστακτικό. Με αποφεύγει, βρίσκει δικαιολογίες για να μην με δει, διαφορετικά πράγματα τον αποσπάνε από μένα. Η διαίσθηση μου, λέει πως κάτι δεν πάει καλά, τα πράγματα θα αλλάξουν. Δεν ήθελα να το δεχτώ, κρατιόμουν δυνατά μέσα στα όνειρα μου, της παραίσθησης που είχα φτιάξει. Αυτό με πονούσε βαθιά, και ούτε στα όνειρα μου δεν μπορούσα να αποφύγω την αλήθεια πια.

Βρέθηκα απέναντι του, έκρυβα το βλέμμα μου, με κοιτούσε ερευνητικά.

<<Έχεις θλιμμένα μάτια>> τόνισε.

Τον κοίταξα στα μάτια, με κρυμμένα δάκρυα που κράταγα καιρό.

Ξύπνησα, νιώθοντας τον δίπλα μου, άλλα δεν βρισκόταν πουθενά. Τα μάτια μου θλιμμένα, έψαχναν να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από το όνειρο που ζούσα.

Λίγη ώρα πέρασε όταν πήρε τηλέφωνο.

<<Σε είδα στο όνειρο μου.>> είπε προβληματισμένος.

<<Τι είδες.>>  με κομμένη την ανάσα. περίμενα να ακούσω την απόδειξη.

<<Είχες θλιμμένα μάτια.>> τόνισε ξανά.

Παύση ακολούθησε, μια στιγμή για να σιγουρευτώ πως δεν ονειρεύομαι. Ήξερα πως ήταν αλήθεια, ήξερα πως τον συνάντησα μέσα στο όνειρο μου. Τον ήθελα τόσο, που η ψυχή μου περιπλανιόταν στο αστρικό πεδίο, και τον έψαχνε, να του δώσει ένα μήνυμα. Ο αστρικός μου εαυτός, αυτός που ζει μέσα από μένα, στα όνειρα μου, και με ξέρει καλύτερα από τον καθένα, έψαχνε μια απάντηση.

<<Έχω θλιμμένα μάτια.>> απάντησα, και με θλιμμένη την καρδιά, έκλεισα το τηλέφωνο.


Created by Diana Chemeris

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Η ΑΠΟ ΠΑΝΩ


Η ΑΠΟ ΠΑΝΩ

Με λένε Δώρα και ζω σε αυτό το σπίτι περίπου δύο χρόνια, στο ισόγειο. Η αυλή είναι δικιά μου. Εδώ μεγαλώνω τον γιο μου, μόλις μπήκε στα δέκα του. Είναι έξυπνο παιδί, και κάνει όλα τα μαθήματα του αμέσως μετά το σχολείο, του το επιβάλω.

Οι γείτονες με ξέρουν, φροντίζω πάντα να τους μιλάω, στους ηλικιωμένους και στους νέους. Κάνω παρέα με την Κική, που μένει δίπλα. Τα παιδιά μας πάνε στο ίδιο σχολείο και έχουν την ίδια ηλικία, έτσι παίζουν κάποια απογεύματα μαζί. Εμείς ανταλλάζουμε κάποιο τσάι ή καφέ στις κουζίνες μας και μιλάμε για τα παιδιά μας. Σχολιάζουμε όμως και την γειτονιά.

Η γειτονιά δεν είναι ήσυχο μέρος. Όταν γίνετε κάποιος καυγάς μέσα στο νοικοκυριό, οι τοίχοι είναι λεπτοί για να απομονώσουν την φασαρία. Έτσι, ακούμε κάποιους σοβαρούς τσακωμούς και γνωρίζουμε τα προβλήματα του κάθε νοικοκυριού. Λεφτά, παιδιά, δουλειά, προβλήματα, όλα τα μαθαίνουμε.

Άθελα μας το αφτί μας ακούει τα πάντα, δεν το επιδιώκουμε. Νέες γυναίκες είμαστε, με πολλές υποχρεώσεις και οικογένεια, δεν βρίσκουμε πολλές ευκαιρίες για ψυχαγωγία.

Η τελευταία ενόχληση είναι από αυτήν που μόλις μετακόμισε από πάνω μου. Νέα γυναίκα, μόνη, όμορφη. Την γνώρισα με έναν καφέ στο χέρι όταν πρωτοήρθε, περνούσε μπροστά από την αυλή μου. Μου φάνηκε πρόσχαρο άτομο στην αρχή, ίσως και μια πιθανή φίλη.

Οι προσδοκίες μου διαψεύστηκαν όταν αυτή με προσπερνούσε κάθε φορά που με συναντούσε, και μου χάριζε πάρα ένα τυπικό και ψυχρό χαιρετισμό.

Αυτές τις τυπικές εκφράσεις δεν τις μοιράζει στους άντρες που φέρνει μέσα στο σπίτι της. Ακούω τα βογκητά της από το μπαλκόνι της, που βρίσκετε ακριβώς από πάνω μου. Αναστεναγμοί και κραυγές. Αντρικές φωνές γεμάτες υποσχέσεις, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.

Έχω το παιδί, δεν μπορώ να το αφήνω να την ακούει. Την έχω προειδοποιήσει με σημειώματα πάνω στην πόρτα της, άλλα αυτή συνεχίζει να με αγνοεί. Είμαι και εγώ νέα γυναίκα, θα μπορούσα να κάνω και εγώ όλη την φασαρία που κάνει, έχω και εγώ ορμές. Άλλα δεν το κάνω. Έχω καιρό να βρεθώ με άντρα.

Όλο αυτό με κατέτρωγε, με εξόργιζε.

Σαν πρόκληση από τον Θεό, μια σύμπτωση. Πέρασε από μπροστά μου μια μέρα, η νεαρά σκανδαλιάρα γυναίκα, κρατώντας μια μικρή σακούλα σκουπιδιών. Ο αέρας φύσηξε και ένας μπόγος χρυσαφένιων μαλλιών έφτασε κοντά στα πόδια μου, τα δικά της.

Το σήκωσα και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να το κάψω, αντιθέτως το έκρυψα μέσα στο βιβλίο που διάβαζα.

Έχω ένα βιβλίο που μιλάει για αυτά, κληρονομιά της τσιγγάνας προγιαγιάς μου. Πήγα στην σελίδα που ήθελα, και άρχισα να διαβάζω τις οδηγίες. Μάζεψα άχυρα σταριού από ένα άδειο οικόπεδο κοντά στην γειτονιά, τα έπλεξα μεταξύ τους. Τα στερέωσα με ξυλάκια, από ένα σετ παιχνιδιών κατασκευής του γιου μου. Έκρυψα μέσα στο κέντρο, τον χρυσαφένιο μπόγο μαλλιών της από πάνω. Το έραψα με ένα παλιό κουρέλι που είχα, και έφτιαξα ένα κουκλάκι.

Έκανα την τελετή που χρειάστηκε για να το βαφτίσω, να το μαγέψω. Το γέμισα με λόγια μίσους και πινέζες. Το άφησα κάτω από το μπαλκόνι της, μέσα σε έναν κρυφό σωλήνα που έχω πρόσβαση, δεν θα το βρει ποτέ.

Λίγος καιρός χρειάστηκε για να δω τον θρίαμβο μου. Τα χρυσαφένια της μαλλιά δεν γυάλιζαν όπως παλιά. Το προκλητικό βλέμμα στο πρόσωπο της έσβησε. Οι επισκέψεις των αντρών σταμάτησαν. Αντί για βογκητά και αναστεναγμούς, ο μόνος θόρυβος που άκουγα, ήταν τα κλάματα της.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΣΟΥΛΤΑΝΑΣ


ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΣΟΥΛΤΑΝΑΣ

Πάει καιρός που βρίσκομαι εδώ, μέσα σε αυτό το παλάτι, ανάμεσα στους ψηλούς διακοσμημένος τρούλους, το χρυσό, τους πολύτιμους λίθους, και τα μεταξένια υφάσματα. Μέσα σε αυτό το επίσημο δωμάτιο, που προορίζεται για μένα, έχω τα δώμα μου, τα πολύχρωμα υφάσματα και τα γυαλιστερά διαμαντένια κοσμήματα. Κάθε μέρα ντύνομαι με διαφορετικό μετάξι, που πέφτει απαλό πάνω στο καλλίγραμμο κορμί μου, κάθε μέρα τα κοσμήματα που κοσμούν τα χέρια μου, τα πόδια μου, την κοιλιά μου και το στήθος μου αλλάζουν.

Ήμουν νέα όταν έφτασα εδώ. Δεκαπέντε χρονών και ακόμα παρθένα, με κόκκινα από την έξαψη μάγουλα και ατίθασο βλέμμα. Οι γονείς μου με έφεραν, μιλάγανε για μια καλύτερη ζωή. Ήμουν μία από τις εφτά κόρες τους, δεν μπορούσαν να μας συντηρήσουν όλες. Η ομορφιά φάνηκε από τα πρώτα βήματα μου στην ζωή, έτσι σφράγισε η μοίρα από νωρίς την απόφαση τους να με στείλουν στον σουλτάνο.

Μπήκα ένα κοριτσάκι, και έγινα γυναίκα. Οι άλλες γυναίκες του σουλτάνου σφράγισαν μια κρυφή συμφωνία να μην αποκαλύψουν τίποτε, μια συμφωνία που κρατάει καιρό, για όλες τις νεοφερμένες. Τότε, μικρή ακόμα, δεν έβλεπα την ειρωνεία της κατάστασης, τα θλιβερά τους μάτια, ούτε άκουγα τα βράδια το τραγούδι της απόγνωσης τους. Ήταν καλά κρυμμένο, το κοινό μυστικό που τώρα γνωρίζω και εγώ.

Μπήκα αμέσως για εκπαίδευση, μουσική, ποίηση, χορός, ιστορία. Εκπαιδεύτηκα να εκφράζω ευχάριστα συναισθήματα και να φέρομαι, κοινωνικά και σεξουαλικά. Τον σουλτάνο δεν τον είχα δει, άλλα ήξερα πως με ετοίμαζαν για αυτόν.

Την μέρα που με παρουσίασαν μπροστά του, έμεινα υπνωτισμένη κάτω από το επίμονο βλέμμα των μαύρων ματιών του, την μαυρισμένη χρυσαφένια σάρκα και το βασιλικό καλλίγραμμο ανάστημα του. Την θέση της αφέλειας ενός κοριτσιού πήρε η προσμονή να γίνω δική του, να τον ευχαριστήσω, να διώξω το κοριτσάκι και να τον αγαπήσω σαν γυναίκα.

Πάθος και φιλοδοξία ρίζωσαν μέσα μου. Ήθελα να τον κατακτήσω. Ήθελα να τον κάνω δικό μου. Ήθελα να γίνω η γυναίκα του, η μοναδική. Να ανέβω δίπλα στον θρόνο, να γίνω η βασίλισσα του. Με έβαλε σε ιδιωτικά διαμερίσματα, δίπλα στο παλάτι του, κοντά του. Μακριά από τις άλλες γυναίκες, ήταν καιρό χωρίς την συντροφιά τους και τις είχε ξεχασμένες, έτσι ήταν η σειρά μου να τον διεκδικήσω. Καμία δεν τον έκανε να νιώθει όπως εγώ, καμιά δεν ένιωσε το ζεστό του χάδι όπως εγώ. Ο σουλτάνος μου, ο βασιλιάς μου, ο Μαχαραγιάς μου.

Με έκανε διαφορετική γυναίκα. Έζησα τον έρωτα μαζί του, τον πόθο, την επιθυμία. Μου έμαθε τα μυστικά του σώματος και της ψυχής. Μόνο ο σουλτάνος μπορούσε να με κάνει να αισθανθώ έτσι, να μάθω πράγματα που δεν ήξερα καν πως υπάρχουν. Πράγματα που σπάνια αποκαλύπτονται στους κοινούς θνητούς, πράγματα που δεν είναι όλοι τυχεροί να ζήσουν. Μόνο ο βασιλιάς μου, μου πρόσφερε αυτό το πολύτιμο δώρο, της αληθινής αγάπης.

Το σφραγισμένο μυστικό που κρατούσαν οι σουλτάνες, με συνάντησε μια μέρα. Τα πάντα γκρεμίστηκαν. Με διαταγή του σουλτάνου, γύρισα πίσω στο χαρέμι. Οι σουλτάνες με κοιτούσαν με ειρωνεία, και είδα το ψέμα που φτιάχτηκε γύρω μου, να καταρρέει. Αυτός κατάφερε να με κατακτήσει, όχι εγώ. Και ο επίμονος κατακτητής αποφασίζει να συνεχίσει το ταξίδι του, να κατακτήσει άλλες ηπείρους, άλλες γυναίκες.

Έχουν περάσει χρόνια από τότε που γύρισα στο Δωμάτιο των Λουλουδιών, μαζί με τις άλλες τριακόσιες σουλτάνες. Έχουμε τα πάντα, άλλα όχι αυτόν. Οι σουλτάνες αλλάζουν, έρχονται καινούριες, όλο και πιο νέες, όλες με την σειρά τους, ζούνε την ίδια ιστορία με τον σεΐχη, και επιστρέφουν στο χαρέμι με ραγισμένη την καρδιά. Κάποιες μαζεύουν τα κομμάτια τους μόνες τους, άλλες βρίσκουν την κατάλληλη συντροφιά, την φίλη που θα ικανοποιεί τις ανάγκες τους.

Προσπαθούμε να ευχαριστήσουμε η μία την άλλη, άλλα πάντα στα κρυφά. Όσες πιάνονται, τις εκτελούν.  Άλλος άντρας δεν μπορεί να απλώσει τα μάτια του πάνω μας, δεν επιτρέπετε να μας κοιτάζουν. Ανάμεσα σε τόσες γυναίκες μας λείπει η αντρική συντροφιά, το αντρικό χάδι, η αντρική ικανοποίηση. Παρά μόνο οι ευνούχοι βρίσκονται κοντά μας, όλοι μουγκοί, μας προσέχουν ανάμεσα στις σκιερές γωνίες του χαρεμιού. Ξέρουν πως αν δοκιμάσουν να κάνουν οτιδήποτε, θα τους κόψουν και τα χέρια.

Πάνω στα μαλακά μεταξένια σκεπάσματα, τρώγοντας σταφύλια και πίνοντας σερμπέτι. Καπνίζω έναν χρυσό ναργιλέ γεμάτο όπιο. Χάνω μέρα με την μέρα, χρόνο με τον χρόνο την φρεσκάδα μου, την συνείδηση του χρόνου. Μέσα στο χρυσό κελί μου, μέσα στο σύννεφο οπίου, ξαναζώ τις ευτυχισμένες στιγμές μαζί του. Απελευθερώνω τις σεξουαλικές μου καταπιέσεις και ζώ φαντασιώσεις που είναι σφραγισμένες μέσα στο μυαλό μου. Χάνομαι στο παραμύθι με πρωταγωνιστή τον σουλτάνο μου, περιμένοντας να επιστρέψει σε μένα, άλλα γνωρίζω καλά, πως έγινα μια ακόμη παλλακίδα.


Created by Diana Chemeris

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΠΑΛΚΟΝΙ


ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Μένω πολύ καιρό σε αυτό το διαμέρισμα, είναι ο προσωπικός μου χώρος, ο ιερός μου χώρος. Συνήθως μαζεύω τους φίλους μου για καμία μπύρα, να παρακολουθήσουμε κάποιον αγώνα ή απλά για να αράξουμε. Το διαμέρισμα μου έχει γίνει σημείο συνάντησης με τους κατεργάρηδες αδελφούς εν ζωή, όπως λέμε συνήθως μεταξύ μας.

Δεν θα έλεγα πως είμαι ιδιαίτερα ωραίος, το κελεπούρι που λένε. Αν και αδύνατος, δεν είμαι αρκετά γυμνασμένος. Ούτε το ύψος μου ανταποκρίνεται στα θέλω των περισσότερων γυναικών. Όλες οι γυναίκες που είχα στην ζωή μου δεν ξεπερνούσαν το 1, 65 σε ύψος.  Έχω συνηθισμένο πρόσωπο, μελαχρινά μαλλιά, μελαχρινά μάτια, δεν ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους Έλληνες.

Όταν βρίσκομαι μόνος μου στο διαμέρισμα, σκοτώνω την ώρα με κάνα βιντεοπαιχνίδι ή βλέπω καμιά ταινία. Κάποιες φορές παρακολουθώ εκείνη.

Βρίσκομαι στον δεύτερο, το μπαλκόνι μου συναντάει το απέναντι διαμέρισμα, η απόσταση είναι σχετικά μικρή. Έτσι είναι εύκολο να βλέπω τους γείτονες, όταν τα παντζούρια και τα παράθυρά τους είναι ανοιχτά.

Εκείνη μένει στον πρώτο. Κάποιες φορές κάθομαι στο ψάθινο σκαμνάκι, έξω στο μικρό μπαλκόνι μου, πίνω καφέ, παριστάνω πως διαβάζω ή σκέφτομαι. Παρακολουθώ όμως πάντα εκείνη, όταν περνάει από το σαλόνι της, όταν κάθεται στον καναπέ της ή όταν βγαίνει στο μπαλκόνι της να τεντωθεί. Ίσως να με έχει καταλάβει, ίσως και να της αρέσει που την κοιτάω. Μένει μόνη της, αν και δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ, ξέρω τις ώρες που ξυπνάει, τις ώρες που φεύγει από το σπίτι, τις ώρες που ξεκουράζεται.

Δεν είμαι ο τύπος των αντρών που θα πρόσεχε, και δεν είμαι ο τύπος που θα της την πέσει. Ψηλή, με αναλογίες μοντέλου, πυκνά μαύρα μαλλιά με έξυπνο έντονο βλέμμα. Κάποιες φορές αυτό το βλέμμα με παρατηρεί, μετά με αποφεύγει. Νομίζω το χρώμα των ματιών της πρέπει να είναι καστανό ή μελί, από τέτοια απόσταση πού να καταλάβω. Πρέπει να έχει βραδινή δουλειά, σε κάποιο μπαρ ή κλαμπ που δεν έχω ανακαλύψει ακόμα. Κλείνει τα παντζούρια κάθε βράδυ στις δέκα, στο σπίτι δεν κουνιέται φύλλο μετά από εκείνη την ώρα, και ξαναφαίνεται κίνηση στις πέντε ή έξι η ώρα το πρωί. Φως βγαίνει μέσα από τις σχισμές των κλειστών παντζουριών, άλλες φορές τα ανοίγει και βγαίνει για ένα πρωινό τσιγάρο πριν πέσει για ύπνο.

Προσπαθώ να είμαι διακριτικός εκείνες τις ώρες, μην την τρομάξω, κρύβομαι πίσω από τις κουρτίνες αν τυχαίνει να είμαι ξύπνιος. Εκείνες τις ώρες έχω την απόλαυση να την βλέπω ήρεμη με σκεπτικό βλέμμα, στο πρόσωπο της να γυρνάει η ταινία της βραδιάς που μόλις πέρασε, απορροφημένο για να προσέξει το απέναντι μπαλκόνι.

Τα μεσημέρια ξυπνάει γύρω στις δύο με τρεις. Αρκετές φορές έχω την απόλαυση να την βλέπω να περιφέρεται στο διαμέρισμα της με την μικροσκοπική πιτζάμα της και τα ανακατεμένα μαλλιά. Δεν θα κρύψω πως με ερεθίζει να την βλέπω.

Δεν είμαι ματάκιας, ούτε κανένας περίεργος. Ποιος φυσιολογικός άντρας δεν θα έκανε το ίδιο, αν βρισκόταν στην θέση μου. Έχει γίνει κάτι σαν απαγορευμένη φαντασίωση, σαν αναγκαία απόλαυση, κρυφή καψούρα ίσως. Κρυμμένος ή φανερά, παρακολουθώ τις κινήσεις του σώματος της, τα μαλλιά της που χορεύουνε γύρω από τους ώμους της, και το έξυπνο βλέμμα χαμένο στα δικά του ενδιαφέροντα. Στην σκέψη πως το ξέρει και της αρέσει, διεγείρομαι.

Οι δραστηριότητες αυτές άλλαξαν πριν λίγο καιρό, μπορεί κάτι να συμβαίνει. Δεν ανοίγει τα παντζούρια τόσο συχνά πια, κάποιες φορές ακούω φωνές, φωνές σε ένα τηλέφωνο. Οι ώρες που βγαίνει από το σπίτι άλλαξαν, άλλες φορές μπορεί να μην γυρίσει και άλλες φορές το φως μπορεί να μείνει ανοιχτό όλη την νύχτα με τα παντζούρια κλειστά. Τις λίγες φορές που κατάφερα να την πετύχω, φαίνεται στεναχωρημένη, λυπημένη, προβληματισμένη.

Δεν έδωσα σημασία, απλώς ξενέρωσα μαζί της, θα ήθελα να συνέχιζε το κρυφό παιχνίδι που υιοθετήσαμε μεταξύ μας τόσο καιρό. Σαν να μου λέει πως χρειάζεται ένα διάλειμμα από την παράνομη σχέση μας, από την φαντασίωση που δημιουργήσαμε, από την ανεκπλήρωτη επιθυμία. Δεν σταμάτησα να την παρακολουθώ κρυφά, τις λίγες φορές που την συναντούσα έξω στο μπαλκόνι της, και την φαντάζομαι με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, το οποίο έλειπε.

Είχε κλειστά τα παντζούρια μία βδομάδα, δεν μπορούσα να ξέρω τι ακριβώς συνέβαινε, δεν μπορούσα ούτε καν να το φανταστώ. Ένα μεσημέρι, καθώς γυρνούσα σπίτι, είδα ένα ασθενοφόρο  στην γειτονιά, έξω από την πολυκατοικία της. Λίγο αργότερα έμαθα πως μια κοπέλα αυτοκτόνησε.

Τα παντζούρια της δεν ξανάνοιξαν και η κίνηση μέσα στο διαμέρισμα της σταμάτησε. Η κοπέλα στον πρώτο εξαφανίστηκε, ποτέ δεν έμαθα το όνομα της, πάρα έμεινε μόνο η εικόνα της από το απέναντι μπαλκόνι.

Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ


Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ

<<Η Κυρία Ξένια, αυτή καταράστηκε το χωριό.>> είπε στην εγγονή της η γριά Μάρω.

<<Τι εννοείς γιαγιά.>> ρώτησε η Σοφία, μια ενήλικη γυναίκα πια, άλλα ακόμα το κοριτσάκι της γιαγιάς, που πάντα αγαπούσε τις ιστορίες της.

<<Υπήρχε μια σκοτεινή περίοδος στο χωριό. Ήμουν νέα κοπέλα ακόμα, το θυμάμαι σαν χθες.>> άρχισε να διηγείται η γιαγιά. << Εκείνη την περίοδο όλες οι οικογένειες γνώρισαν από κοντά τον θάνατο, πολλά μέλη κάποιας οικογένειας πέθαιναν το ένα μετά το άλλο. Ήταν απρόβλεπτο και ανεξήγητο. Πέθανε ο μεγάλος μου αδελφός ξέρεις, και η νεογέννητη αδελφή μου.>>

Στην μνήμη της έφερε το χωριό, το παλιό χωριό της, πριν φύγουν οι περισσότεροι νέοι προς την πρωτεύουσα. Ένα χωριό που ζούσε έντονα μέχρι που ο θάνατος το πλαισίωσε σαν κάποιο σκοτεινό σύννεφο. Γέροι , νέοι, όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους, τα καλά και τα κακά. Δεν περνούσε μέρα χωρίς να μάθουν για τους τσακωμούς της οικογένειας του φούρναρη, τις απιστίες του σιδερά, τις δραστηριότητες του δραστήριου γαλατά. Όλους τους έπιασε ο τρόμος, όταν άρχισαν να πεθαίνει ένας ένας οι κάτοικοι του χωριού. Όλοι οι θάνατοι διέφεραν, άλλα όλο το χωριό είχε αποκτήσει από έναν μέχρι πέντε νεκρούς συγγενείς.

Ακόμα και τώρα, η γιαγιά Μάρω θυμάται το σπιτάκι που βρισκόταν στην άκρη του χωριού. Τότε όταν η γιαγιά Μάρω ήταν νέα ακόμα, ζούσε μέσα εκείνη, η Κυρία Ξένια. Κλειδωμένη μέσα στο μικρό σκοτεινό σπιτάκι της, ήσυχη πάντα, δεν προκαλούσε κανέναν. Χήρεψε νέα και δεν έκανε ποτέ παιδιά. Απέφευγε την επαφή με τον κόσμο, ήταν ένα από τα αγαπημένα θέματα των γυναικών του χωριού. Άλλες δικαιολογούσαν την αποχή της στον θρήνο της, τον οποίον λέγανε, ποτέ δεν ξεπέρασε. Άλλες μίλησαν για τρέλα, άλλα δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν. Άλλες γυναίκες μίλησαν για φοβία προς τους ανθρώπους, φόβος μην κολλήσει την κακή τύχη των χωρικών και πεθάνει, μην συναντήσει ξανά τον άντρα της, που φοβόταν τόσο πολύ.

Όσες ήταν αρκετά γριές, θυμούνταν τον έγγαμο βίο της Κυρίας Ξένιας. Παντρεμένη από μικρή, πριν κλείσει τα δεκαέξι ακόμα., την έδωσαν οι γονείς της σε έναν βάρβαρο άντρα. Είχε περιουσία, κάποια χωράφια της περιοχής, και έτσι ήταν ένα καλό πάντρεμα για την τότε εποχή. Μα ο άντρας είχε αδυναμίες, το ποτό. Όταν μεθούσε κάποια βράδια, γυρνούσε σπίτι και ξυλοκοπούσε την κακομοίρα μικρή Ξένια. Οι φωνές της, τα κλάματα της και τα παρακάλια της ακουγόντουσαν τα βράδια στο χωριό, μα κανένας δεν αντιδρούσε.

Μία μέρα, ο άντρας της μικρής Ξένιας, έπαθε ένα παράξενο ατύχημα. Τον βρήκανε νεκρό, αφού δεν γύρισε το βράδυ στο χωριό από το χωράφι του, μέσα στον κύκλο ενός νεκρού και άγονου σημείου του χωραφιού. Το δρεπάνι του καρφωμένο στην μέση της νεκρής γης, το πρόσωπο του παραμορφωμένο από τον τρόμο. Ανακοπή καρδιάς λέγανε πως ήταν η αιτία, ανεξήγητος βέβαια ο λόγος που βρισκόταν σε αυτό το κομμάτι του χωραφιού του, που δεν πήγαινε ποτέ.

<<Πολλοί απέδωσαν το γεγονός ότι ήταν μεθύστακας.>> είπε η γιαγιά Μάρω στην εγγονή της. <<Άλλοι λέγανε πως του άξιζε, πως ο Θεός τον τιμώρησε για τον τρόπο που φερόταν στην νέα κοπέλα.>>

<<Εσύ τι πιστεύεις.>> ρώτησε η Σοφία την γιαγιά της.

<<Εγώ συμφωνούσα στις ιστορίες που μου λέγανε, δεν μπορούσα να ξέρω, δεν είχα γεννηθεί τότε.  Τα συμπεράσματα τους διαψεύστηκαν την μέρα που την ανακάλυψαν νεκρή στην καλύβα της.>>

Ένα πρωί, που είχε καιρό να εμφανιστεί η Κυρά Ξένια στο χωριό, απλώθηκε ομίχλη πάνω από την καλύβα της. Ο γιατρός το πρόσεξε, και αν και δεν ήταν δεισιδαίμονας, αποφάσισε να μάθει για την υγεία της γριάς μοναχικής γυναίκας, αφού ο θάνατος ερχόταν σε τούτο το χωριό με οποιοδήποτε τρόπο. Όταν πλησίασε το καλύβι ένιωσε ρίγος, έτσι έλεγε στους συγχωριανούς του τουλάχιστον. Χτυπούσε την πόρτα και φώναζε, δεν πήρε καμία απάντηση.

Κατάφερε να πείσει τους χωρικούς να ενοχλήσουν την ήσυχη ζωή της γριάς. Μαζεύτηκαν έξω από το σφραγισμένο καλύβι της και φώναζαν ή χτυπούσαν την πόρτα, νεκρική σιγή ήταν η απάντηση που πήρανε. Έστειλαν τα μικρά παιδιά μήπως την βρούνε σε κάποιο χωράφι, πουθενά δεν φάνηκε η γριά Ξένια. Αποφάσισαν να σπάσουν την πόρτα.

Σκοτάδι έλουζε το εσωτερικό του καλυβιού, η αποπνικτική ατμόσφαιρα έπνιξε τα πνευμόνια τους. Ο μόνος αέρας μέσα στην καλύβα ήταν η μυρωδιά από σκουπίδια και σαπίλα, η νεκρή σάρκα της ήταν ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι της. Οι χωρικοί έβγαλαν τα καπέλα τους σε ένδειξη σεβασμού προς την νεκρή γηραιά γυναίκα.

Τα συμπεράσματα συνεχίστηκαν στο χωριό, πως πέθανε από στεναχώρια και μοναξιά, πως ήταν αρκετά γριά και έφτασε η ώρα της. Άλλοι λέγανε πως την πρόλαβε η ατυχία των νεκρών συγχωριανών τους. Μόλις την έθαψαν, μπήκαν να καθαρίσουν την καλύβα της και ανακάλυψαν τι πραγματικά συνέβαινε.

Αποκόμματα από χέρια ποντικών, φτερά από κοράκια, βολβοί ματιών από γάτες και σκύλους, φτερά νυχτερίδας ήταν όλα ταξινομημένα μέσα σε διάφορα βαζάκια πάνω στο ράφι της. Δέρμα ζώων, καμένα και σαπισμένα μέσα σε ένα μπαούλο. Χαρτιά από αρχεία, ονόματα όλων των χωρικών, οι νεκροί σβησμένοι με μία επιτακτική γραμμή. Τελευταίο και πιο σοβαρό, ένας χάρτης της περιοχής και των χωραφιών, με διάφορα σημάδια σημειωμένα πάνω στον χάρτη.

Οι χωρικοί πονηρεύτηκαν, αποφάσισαν να κοιτάξουν τα σημεία. Βρήκαν μαύρες μικρές κούκλες με μαύρα μαλλιά γεμάτες καρφίτσες θαμμένα μέσα στο χώμα των χωραφιών σε βάθος σχεδόν δύο μέτρα. Κορακίσια φτερά περασμένα σε μάτια ζώων σαν σουβλάκια. Νύχια από άγνωστα αρπακτικά, σφηνωμένα ανάμεσα στα ξύλα και τα  τούβλα στις καλύβες που ήταν στιγματισμένες πάνω στον χάρτη, οι οικίες που έπασχαν από τους περισσότερους θανάτους.

Αμέσως την ξέθαψαν, την έκαψαν μέσα στην καλύβα της, μαζί με όλα τα υπάρχοντα της και τα μαγικά της.

<<Καταράστηκε τον άντρα της, και μετά καταράστηκε όλο το χωριό που δεν την προστάτεψε, όπως και τους ίδιους της τους γονείς που πέθαναν σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατο του άντρα της, οι πρώτοι θάνατοι.>>

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΑΛΑΜΗ


ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΑΛΑΜΗ

Στο σκοτεινό δωμάτιο, εκεί που συναντήθηκαν οι ψυχές μας. Εγώ και αυτός, μόνοι μας. Εκεί που τα σώματα μας μιλούσαν. Εκεί που κρατούσαμε τον έρωτα κρυφό. Εκεί που το σκοτάδι κάλυπτε το χρώμα του δέρματος μας, άλλα αποκάλυπτε τις πιο σκοτεινές σκέψεις μας. Εκεί που μοιραστήκαμε ώρες, ο ένας μέσα στον άλλον.

<<Ξέρεις.>> είπε μια μέρα, κοιτούσε την παλάμη του χεριού του συλλογισμένος.

<<Τι.>> τον προέτρεψα να συνεχίσει, ακόμα μεθυσμένη από το γλυκό του άρωμα.

<<Μου διάβασε μια μυστήρια γυναίκα την παλάμη.>>

<<Μυστήρια, μου αρέσει.>> γέλασα παιχνιδιάρικα, έπιασα απαλά την παλάμη του και την κοίταξα.

<<Ξέρεις τι μου είπε.>> συνέχισε να την κοιτάει μαζί μου.

<<Τι..>> τον κοίταξα απορημένη στα γαλανά του μάτια.

<<Πως η γραμμή της ζωής μου σταματάει.>> πέρασε τον δείκτη του χεριού του πάνω στην γραμμή της ζωής του, τον σταμάτησε στην μέση της παλάμης. <<Να εκεί, υπάρχει ένα κενό.>> έδειξε.

<<Ναι.>> αποκρίθηκα κατσούφικα.

<<Για λίγο.>> χαμογέλασε, <<Μετά συνεχίζει.>> ο δείκτης συνέχισε την πορεία της γραμμής που επανεμφανίστηκε αργότερα.

<<Τι σημαίνει αυτό.>> ρώτησα με ανήσυχο βλέμμα.

<<Δεν ξέρω, πολλά μπορεί να σημαίνει.>> με κοίταξε τρυφερά. <<Μπορεί να πέσω σε κώμα.>> γέλασε πειράζοντας με, κατσούφιασα περισσότερο. <<Μην ανησυχείς, θα επιστρέψω.>> απομάκρυνε τα μαλλιά μου από το πρόσωπο μου με τις δύο παλάμες του, που έπεσαν μπροστά μου για να κρύψουν τον φόβο και την στεναχώρια μου.

Πέρασαν χρόνια, χαθήκαμε, το μυστικό ξεχάστηκε. Όσο καιρός και να πέρασε, αυτός έμεινε για πάντα μέσα στο μυαλό μου σαν γλυκιά ανάμνηση, ένας γλυκός άνθρωπος. Ο καθένας πήρε τον δρόμο του, έναν διαφορετικό δρόμο. Αραιά και πού συναντιόμασταν τυχαία, και πάντα τα μάτια μας ηλεκτρίζονταν με την ανάμνηση αυτών των ωρών που περάσαμε μαζί, στο σκοτεινό δωμάτιο, οι συζητήσεις μας και η έλξη που κανένας μας δεν ξέχασε.

Έφτασε μια μέρα, μια τραγική μέρα, που συνάντησε την προφητεία της μυστηριώδη γυναίκας. Έφτασε στο όριο, στην μέση της γραμμής στην παλάμη του. Τον έστειλε σε κώμα ένα ατύχημα, έκλεισε τα μάτια του μέσα στην σιωπή. Δεν έφυγε από το μυαλό μου η αποκάλυψη εκείνης της μακρινής βραδιάς. Η πιθανότητα που έφτασε στα αυτιά μου και θάφτηκε στο υποσυνείδητο μου, ξεπήδησε και άρχισε να προσεύχεται και να φωνάζει την φράση που είπε << Μην ανησυχείς, θα επιστρέψω.>> Κρατιόμουν πάνω στις ελπιδοφόρες λεξούλες, την διαβεβαίωση που έδιναν, πως θα ζήσει.

Έφτασε η τελευταία μέρα, πάλι ξαφνικά σαν την προηγούμενη, οι ελπίδες και η δεύτερη πρόβλεψη διαψεύστηκαν. Οι ελπίδες που τον κρατούσαν ζωντανό, και η πρόβλεψη της ανάστασης του, που μου έδινε πίστη. Δεν συνέχισε η γραμμή της ζωής του, δεν επέστρεψε όπως είχε πει, άλλα χάθηκε στο κενό, ανάμεσα στις δύο γραμμές. Μεταξύ ζωής και θανάτου, τον πήρε ο θάνατος. Έμεινε μόνο εκείνη η νύχτα που με στοίχειωσε και βλαστημάω την μυστήρια γυναίκα που του διάβασε το χέρι.

Created by Diana Chemeris