Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΝΕΡΑΙΔΑ


Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΝΕΡΑΙΔΑ

Παρίσι 1898

Τα βράδια τα περνάω εδώ, σε αυτό το καμπαρέ. Δεν προβλέπω κάτι για το μέλλον μου. Έχω μάθει στην ζωή μου να δουλεύω σκληρά, να βγάζω το ψωμί μου έντιμα. Η μοίρα με χτύπησε άσχημα κάμποσα χρόνια πριν, μετά τον γάμο μου με την πιο όμορφη κοπέλα.

Μια κοπέλα, που η αθωότητα της και το νεανικό της δέρμα, με έκανε να κοκκινίζω. Σαν σιδεράς, έχω καλό εισόδημα, όλοι θέλουν κάποια επισκευή στα σιδερικά και στα πέταλα των αλόγων. Έτσι οι γονείς της μου την δώσανε. Η προίκα της δεν ήταν μεγάλη, άλλα η ομορφιά της με έκανε να ανατριχιάζω.

Δούλευα σκληρά για να στήσω το σπιτικό μας, και όταν έμεινε έγκυος, ήμουν διπλά χαρούμενος. Ήθελα έναν γιο, με την ομορφιά της γυναίκας μου και την δουλειά του σιδερά, θα γινόταν ένας έντιμος άντρας. Δεν περίμενα καλύτερη μοίρα για το όνομα που μου έδωσε ο πατέρας μου. Άλλα η γυναίκα μου, πέθανε στην γέννα, μαζί με τον κληρονόμο γιό μου.

Από τότε, ξεκίνησα αυτή την κακιά συνήθεια. Κάθε βράδυ πεθαίνω ανάμεσα στις πόρνες αυτού του καμπαρέ και πνίγομαι μέσα στο αψέντι.

<<Γιατί είσαι στεναχωρημένος.>> άκουσα μια τρυφερή, ψιλή γυναικεία φωνή. Μία γυναίκα καθόταν δίπλα μου, κομψή μέσα στο αέρινο πράσινο φόρεμα της. Η πράσινη αύρα που λαμπύριζε γύρω της, τόνιζε το παρουσιαστικό και την σιλουέτα της. Το πρόσωπο της, ήταν σχεδόν ίδιο της νεκρής γυναίκας μου, μόνο που τα μάτια της ήταν έντονα πράσινα. Το μυστήριο βλέμμα της σταθερό πάνω μου, με υπνώτιζε.

<<Ποια είσαι.>> ρώτησα σαστισμένος.

<<Είμαι η πράσινη νεράιδα.>> η μελωδική της φωνή πλημμύρισε τα αυτιά μου, απέκλεισε κάθε είδος φασαρίας μέσα στο καμπαρέ, από τους άντρες που γλεντούσαν και τις γυναίκες που χαχανίζοντας, κολλούσαν πάνω τους για λίγα φράγκα.

Είναι παραίσθηση, κάνει κόλπα το μυαλό μου. Η γυναίκα μπροστά μου, δεν ταιριάζει με την εικόνα αυτού του καταγωγίου, μοιάζει με ξωτικό από άλλο κόσμο. Μα γιατί μου φαίνεται τόσο οικία, το τρυφερό της βλέμμα με μαγνητίζει.

<<Δεν έχω να περιμένω κάτι από την ζωή.>> απάντησα και ήπια άλλη μια γουλιά από το αψέντι. <<Η συντέλεια του κόσμου έρχεται σε δύο χρόνια.>> γέλασε.

<<Έχεις να περιμένεις εμένα.>> το γέλιο της σαν μια οκτάβα από πιάνο. Σηκώθηκε αέρινα από το παλιό ξύλινο σκαμπό, φαινόταν σαν να μην ακουμπούσε πάνω στην γη. <<Έλα.>> άπλωσε το χέρι της με το φωτεινό δέρμα, με καλούσε.

Χωρίς να σκεφτώ, κατάπια το υπόλοιπο αψέντι. Ακολούθησα την αύρα της που απομακρυνόταν, άφηνε ένα πέπλο πράσινης φεγγαρόσκονης, ανάμεσα από τους μποέμικους μπεκρήδες και τα ξέχειλα ποτά.

Ανέβηκα τις σκάλες προς τα ιδιωτικά δωμάτια, περίμενα πως θα είναι εκεί, δεν την βρήκα πουθενά. Έψαξα απελπισμένος μέσα στα δωμάτια, άλλα οι γυναίκες που έβρισκα, δεν της έμοιαζαν. Ήταν οι κατώτερες γυναίκες του Παρισιού, ουδεμία σχέση με την μαγική γυναίκα που ήταν πριν λίγο δίπλα μου. Εξαφανίστηκε, να ήταν αληθινή άραγε.

Επέστρεψα πίσω στο ξεχειλωμένο σκαμπό του μπαρ, μόνος μου. Παρήγγειλα άλλο ένα αψέντι. Ευχόμουν αυτό το πράσινο υγρό να ξαναφέρει πίσω την πράσινη νεράιδα μου.


Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΤΖΑΜΙ


ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΤΖΑΜΙ

Δεν έπρεπε να πάω, αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα τον γυρνούσα. Εκείνη η νύχτα, μου άλλαξε την ζωή. Μετανιώνω την ώρα και την στιγμή που δέχτηκα εκείνη την βόλτα, το λάθος μου.

Αν και όμορφη κοπέλα, δεν είχα εύκολη ζωή. Δούλευα σε διάφορα μπαρ για να μαζέψω το μεροκάματο μου. Έφευγα επαρχία συχνά, αρκετά καλά λεφτά. Μία καβάτζα που λένε, και ξανά πίσω.

Έτσι είχα συνηθίσει στην ζωή μου, να κυνηγάω το χρήμα, ταυτόχρονα να περνάω καλά. Κάθε φορά που μου πρότειναν δουλειά, δεχόμουν. Έτσι δέχτηκα, χωρίς δεύτερη σκέψη εκείνη την πρόταση. Ήταν στο νομό Ηλίας, σε ένα μπαράκι. Σάββατο. Ξεκινήσαμε από το μεσημέρι με τον υπεύθυνο που με προσέλαβε, από την Αθήνα.

Καλό παιδί, δεν τον γνώριζα πολύ καιρό. Από τις λίγες φορές που τον συνάντησα και όσες φορές μιλήσαμε στο τηλέφωνο, μου φάνηκε έντιμο παιδί. Θα με πήγαινε αυτός, θα με πλήρωνε αυτός, και θα με γύρναγε αυτός. Καλή συμφωνία, μισούσα την ταλαιπωρία με τα ΚΤΕΛ.

Μάζεψα τα πράγματα μου σε ένα βαλιτσάκι, με πήρε με το αμάξι του. Δεν ήταν τίποτε τρομερό, ένα κοινό γκρι αμάξι. Δεν το φοβήθηκα, ήταν άνετο από μέσα. Η διαδρομή στην αρχή, δεν με ενόχλησε, μας συνόδευε χαλαρή μουσική. Δεν μίλαγε πολύ, όση ώρα μιλήσαμε ήταν για τυπικά πράγματα, δουλειά, στόχους. Την υπόλοιπη διαδρομή την περάσαμε σιωπηλοί.

Έτρεχε, αυτό ήταν το μόνο κακό. Δεν παραπονέθηκα, τόσο καιρό με τα ταξίδια, είχα συνηθίσει. Δεν με πείραζε η ταχύτητα, αυτός όμως, πάταγε γκάζι, να προλάβει. Το γκάζι δεν το άφηνε, σταθερός στα εκατό σαράντα χιλιόμετρα. Δεν το άφησε ούτε όταν άρχισε να ψιχαλίζει, ούτε καν όταν οι δρόμοι ήταν θολοί.  Να προλάβει μια νύχτα που θα έφτανε έτσι και αλλιώς, με όση ταχύτητα και να πηγαίναμε, θα φτάναμε στην ώρα μας.

Προσπερνώντας τις πεδιάδες και τους αγρούς. Φτάνοντας λίγα χιλιόμετρα πριν την Αμαλιάδα, δύο ώρες πιο νωρίς από την αναμενόμενη ώρα, τρέχοντας πάνω στους χωματιασμένους δρόμους. Συναντήσαμε μια στροφή. Μια στροφή που δεν πρόλαβε να στρίψει το τιμόνι, μία στροφή που τα χώματα έφαγαν τα λάστιχα. Μια στροφή, που με ρίγος είδα την πρόσοψη του αμαξιού, να χτυπάει στα σιδερένια δοκάρια, μπροστά στα μάτια μου.

Με κράταγε η ζώνη, το αμάξι έκανε γρήγορες στροφές γύρω από τον εαυτό του. Σε όλο το μήκος του άδειου μεγάλου δρόμου, χτυπούσε στα πλαϊνά σιδερένια δοκάρια, ακανόνιστη η πορεία. Τρανταζόμουν, περίμενα την στιγμή που θα πεταχτούμε στον αέρα. Προσευχόμουν σε έναν Θεό που δεν πίστευα, να ζήσω.

Δεν ήταν καλό αμάξι τελικά, όχι. Άκουγα σπασίματα κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Τα δευτερόλεπτα που με κρατούσε μια ζώνη, για να μην συναντήσω το μπροστινό τζάμι. Το τζάμι που τελικά έσπασε, ήταν στο πλάι μου. Ένιωσα στην δεξιά πλευρά του προσώπου μου, τα κοφτερά κομματάκια από το σπασμένο τζάμι. Βαθύ στο δέρμα μου, έντονο, γεμάτο πόνο, λιποθύμησα.

Δεν έπρεπε να πάω, αν μπορούσα να αλλάξω την απόφαση μου, θα το έκανα. Τώρα αυτή η ανάμνηση έμεινε βαθιά ριζωμένη μαζί μου, με ακολουθεί. Σώθηκα, άλλα όχι το πρόσωπο μου. Έμεινε το σημάδι από το σπασμένο τζάμι, σε όλη την δεξιά πλευρά. Σημάδια που δεν μπορώ να κρύψω, σημάδια που μου άλλαξαν την ζωή. Και μαζί με το όμορφο πρόσωπο μου, χάθηκαν όλες οι ευκαιρίες, η ζωή μου. Δεν έπρεπε να πάω. Παραμορφωμένη, κάθομαι μετανιωμένη.


Created by Diana Chemeris

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ


Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ

Είναι υπέροχο αυτό το δάσος. Τα εξωτικά δέντρα δεν περνάνε απαρατήρητα, και τα ζώα της ζούγκλας παίζουν παιχνιδιάρικα, γεμίζοντας την σιωπή με τις κραυγές τους. Οι θεοί μας ευλόγησαν σήμερα, μας χάρισαν αυτήν την ηλιόλουστη μέρα. Ο μουσώνας κράτησε αρκετές μέρες, ο ήλιος ήταν κρυμμένος πίσω από τα θυμωμένα σύννεφα των Ινδικών Θεοτήτων.

Από μικρός επισκεπτόμουν αυτό το δάσος, είναι χώρος ιερός. Τα δέντρα έχουν την δική τους ιστορία. Μεγαλειώδη και παλιά, ξεπερνάνε το ύψος και τα χρόνια του παλατιού μου. Μέσα σε αυτό το μαγικό μέρος, βρίσκονται τα αφηρημένα σημάδια των Θεών, οι ψίθυροι τους, που μας προτρέπουν να ακολουθήσουμε το πεπρωμένο μας.

Το δικό μου πεπρωμένο είναι σαφές. Με ευλόγησαν οι Θεοί, επέλεξαν εμένα ως γιο του βασιλιά της Ινδίας. Όταν πεθάνει ο πατέρας μου, θα πάρω εγώ την θέση του. Ο πατέρας μου είναι καλός βασιλιάς και άξιος στρατηγός. Κάποια μέρα θα τον κάνω περήφανο, μαζί και την χώρα μου. Θα γίνω το ίδιο καλός βασιλιάς με τους προγόνους μου.

Από το πρωί, διέταξα να μου ετοιμάσουν τον Hindi, τον λευκό ελέφαντα που με συντροφεύει στις βόλτες μου. Στολισμένος με κοσμήματα και γυαλιστερά υφάσματα κεντημένα από τους υπηρέτες μου, έχει την αξίωση να κουβαλάει τον πρίγκιπα του πάνω στην πλάτη του. Πήρα μαζί μου ένστολους άντρες, οι τέσσερις πιστοί μου στρατιώτες, που κάποια στιγμή στο μέλλον, θα νικήσουμε μια μάχη σαν φίλοι. Καλπάζουν πάνω στα γενναία μαύρα άλογα με τις επίχρυσες σέλες, δείγμα της φρουράς του βασιλιά.

Ο ελέφαντας που με στηρίζει περνάει αργά το μονοπάτι εκατοντάδων χρόνων, το οποίο βγαίνει στην ανοιχτή πεδιάδα στην μέση του δάσους.  Ένας τόπος μαγικός, με την αξία της μοναδικότητας, ένας χώρος άδειος από δαίμονες, που υποδηλώνει την αξία της μοναξιάς. Επισκέπτομαι χρόνια την ιερή γη, βρίσκω παρηγοριά και νιώθω μικρός μπροστά στα μάτια των Θεών.

Στα μισά του δρόμου, αθόρυβα μας ακολουθούσαν, ανάμεσα στους φοίνικες και τις φυλλωσιές, οι Άθικτοι. Παρακατιανοί, απόβλητα, ακάθαρτοι, αποβράσματα. ξεχασμένοι από την κοινωνία. Οι Θεοί επέλεξαν να μην τους κάνουν ανθρώπους, ως τιμωρία των πράξεων τους σε προηγούμενες ζωές. Μια ξεχασμένη κάστα, από τις υπόλοιπες κάστες, δεν έχουν δικαίωμα να ζουν αξιοπρεπή ανάμεσα μας. Μια κάστα που ούτε την σκιά τους δεν πρέπει να φέρνουν μπροστά μας. Κρυμμένοι ανάμεσα στα δάση, μακριά από την ασφάλεια της Δυναστείας μου.

Πήδηξαν μπροστά μας απειλητικά, μας έκλεισαν τον δρόμο. Έβαλα τα γέλια, με την εικόνα από τα ξύλα και τις σπασμένες πέτρες, μέσα στα χέρια τους. Άντρες κοκκαλιάρηδες, βρόμικοι, σπασμένοι, τα πρόσωπα τους γεμάτα με χώματα και μόνο πτώματα από σκελετούς θύμιζαν. Όχι, αυτοί δεν είναι κανονικοί άνθρωποι, άλλα ζώα ξεχασμένα από τους Θεούς.

Θέλουν να κλέψουν φαγητό. Ήταν αργά, όταν αντιλήφθηκαν το βασιλικό ρούχο που με στόλιζε και τους βασιλικούς Νάιαρ πολεμιστές.

Ο πατέρας μου δέχτηκε επίθεση από Άθικτους πολλά χρόνια πριν. Βρισκόταν σε βόλτα, συνοδευόμενος από τον πιστό του φίλο και Βραχμάνο, Κρίσνα. Εμφανίστηκαν οι Άθικτοι μπροστά τους, με τα πρόσωπα μαύρα σαν την νύχτα, τα μάτια τους πεινασμένα για φαγητό, άλλα και για εκδίκηση.

Ήταν τότε, που μόνος του, ο βασιλιάς πατέρας μου, προστάτεψε τον πιστό του φίλο. Σφάγιασε τους παρείσακτους που τόλμησαν να κλείσουν τον δρόμο του βασιλιά, που μάζεψαν το δαιμονικό θράσος να επιτεθούν, μπροστά σε παρουσία Θεών. Ήταν τότε, που ο πιο άγριος από αυτούς, χάραξε το σημάδι στο πρόσωπο του πατέρα μου, από την βάση του μάγουλου μέχρι το μάτι του. Μια ανεξίτηλη ανάμνηση της ασέβειας των Άθικτων.

Με εντολή μου, ο ήχος του μαστιγίου στον αέρα, διέταξα τους Νάιαρ να κατέβουν από τα άλογα τους και να δώσουν τέλος σε αυτήν την γελοιότητα. Με ικανοποίηση, πάνω στη βασιλική σέλα του ελέφαντα, παρακολούθησα τα χρυσά μαχαίρια που έκοψαν τον λαιμό των ακάθαρτων. Τα βρόμικα πτώματα έπεσαν στον ιερό μονοπάτι, μπηγμένα μέσα στο ίδιο τους το αίμα. Πήρα εκδίκηση για τον βασιλιά πατέρα μου, έτσι το ήθελε ο Θεός Βράχμα. Έδωσα απάντηση, στην δική τους εκδίκηση, της ασέβειας και της ζητιανιάς.

Created by Diana Chemeris



Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ


ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ

Δεν ξέρω πώς να το ονομάσω. Αστρική προβολή, Ταντρική ένωση ή απλά Όνειρο. Όνειρα ανεξήγητα, τα αισθάνομαι αληθινά. Συναισθήματα, σκέψεις που θέλω να πω, αιωρούνται στο κενό και ποτίζουν τον χώρο. Το άτομο απέναντι μου, το νιώθω. Τα δικά του συναισθήματα, πράγματα που θέλει να πει, πράγματα που θέλω να ακούσω, συνδέονται με την δική μου ύπαρξη. Μια μυστική ένωση ψυχών. Δεν ξέρω πώς να το πω. Σύνδεση ή παραίσθηση.

Όλος ο κόσμος ονειρεύεται, όλοι έχουν ένα μυστικό κόσμο που πάνε, όταν κοιμηθούν. Άλλοι λένε πως οι κρυφές επιθυμίες, γίνονται αληθινές. Άλλοι μιλάνε για πρόβλεψη ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης. Άλλοι συναντάνε κάποιον νεκρό, ή και ζωντανό. Άλλοι έχουν πετύχει να χειραγωγούν τα όνειρα τους, κάνουν ότι θέλουν και συναντάνε όποιον θέλουν.

Από τότε που γνώρισα εκείνον, τα όνειρα μου με αναστατώνουν. Έχει μια παράξενη επιρροή πάνω μου αυτός ο άντρας. Όταν βρισκόμαστε μαζί, επικρατεί μια σύγχυση στα συναισθήματα μου. Με επηρεάζει το άγγιγμα του, το βλέμμα του. Με επηρεάζουν τα φιλιά του, ακόμα και τα λόγια του. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται, οι ενέργειες μας μπερδεύονται, γίνονται οικίες. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, η ψυχή μου αγκαλιάζει την δική του, τον αγαπάει. Τα δέχομαι όλα, χωρίς αναστολές. Δένομαι μαζί του, τον ερωτεύομαι.

Άρχισα να βλέπω όνειρα, με πρωταγωνιστή εκείνον. Όνειρα γεμάτα έρωτα και ακατάλληλες σκηνές. Τα αισθήματα ταντρικά, απόκρυφες αισθήσεις, εισχωρούσαν έντονα μέσα στην σάρκα, και στο μεγαλείο της ψυχής. Κρυφές επιθυμίες και λέξεις, που γίνονται αληθινές, μέσα στο μυστικό κόσμο των ονείρων. Καταστάσεις που φαίνονται τόσο αληθινές, που ξυπνάω με ένα πικρό χαμόγελο που δεν ήταν αληθινό, και μια κρυφή χαρά εκπλήρωσης και ευχαρίστησης.

Τα όνειρα άλλαξαν, έγιναν προειδοποιήσεις, επιμένοντας πως κάτι συμβαίνει. Και αυτός, έχει αλλάξει απέναντι μου, δεν είναι όπως στην αρχή.

Το βλέμμα του αποτραβιέται συχνά από το δικό μου, το άγγιγμα του, διστακτικό. Με αποφεύγει, βρίσκει δικαιολογίες για να μην με δει, διαφορετικά πράγματα τον αποσπάνε από μένα. Η διαίσθηση μου, λέει πως κάτι δεν πάει καλά, τα πράγματα θα αλλάξουν. Δεν ήθελα να το δεχτώ, κρατιόμουν δυνατά μέσα στα όνειρα μου, της παραίσθησης που είχα φτιάξει. Αυτό με πονούσε βαθιά, και ούτε στα όνειρα μου δεν μπορούσα να αποφύγω την αλήθεια πια.

Βρέθηκα απέναντι του, έκρυβα το βλέμμα μου, με κοιτούσε ερευνητικά.

<<Έχεις θλιμμένα μάτια>> τόνισε.

Τον κοίταξα στα μάτια, με κρυμμένα δάκρυα που κράταγα καιρό.

Ξύπνησα, νιώθοντας τον δίπλα μου, άλλα δεν βρισκόταν πουθενά. Τα μάτια μου θλιμμένα, έψαχναν να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από το όνειρο που ζούσα.

Λίγη ώρα πέρασε όταν πήρε τηλέφωνο.

<<Σε είδα στο όνειρο μου.>> είπε προβληματισμένος.

<<Τι είδες.>>  με κομμένη την ανάσα. περίμενα να ακούσω την απόδειξη.

<<Είχες θλιμμένα μάτια.>> τόνισε ξανά.

Παύση ακολούθησε, μια στιγμή για να σιγουρευτώ πως δεν ονειρεύομαι. Ήξερα πως ήταν αλήθεια, ήξερα πως τον συνάντησα μέσα στο όνειρο μου. Τον ήθελα τόσο, που η ψυχή μου περιπλανιόταν στο αστρικό πεδίο, και τον έψαχνε, να του δώσει ένα μήνυμα. Ο αστρικός μου εαυτός, αυτός που ζει μέσα από μένα, στα όνειρα μου, και με ξέρει καλύτερα από τον καθένα, έψαχνε μια απάντηση.

<<Έχω θλιμμένα μάτια.>> απάντησα, και με θλιμμένη την καρδιά, έκλεισα το τηλέφωνο.


Created by Diana Chemeris

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Η ΑΠΟ ΠΑΝΩ


Η ΑΠΟ ΠΑΝΩ

Με λένε Δώρα και ζω σε αυτό το σπίτι περίπου δύο χρόνια, στο ισόγειο. Η αυλή είναι δικιά μου. Εδώ μεγαλώνω τον γιο μου, μόλις μπήκε στα δέκα του. Είναι έξυπνο παιδί, και κάνει όλα τα μαθήματα του αμέσως μετά το σχολείο, του το επιβάλω.

Οι γείτονες με ξέρουν, φροντίζω πάντα να τους μιλάω, στους ηλικιωμένους και στους νέους. Κάνω παρέα με την Κική, που μένει δίπλα. Τα παιδιά μας πάνε στο ίδιο σχολείο και έχουν την ίδια ηλικία, έτσι παίζουν κάποια απογεύματα μαζί. Εμείς ανταλλάζουμε κάποιο τσάι ή καφέ στις κουζίνες μας και μιλάμε για τα παιδιά μας. Σχολιάζουμε όμως και την γειτονιά.

Η γειτονιά δεν είναι ήσυχο μέρος. Όταν γίνετε κάποιος καυγάς μέσα στο νοικοκυριό, οι τοίχοι είναι λεπτοί για να απομονώσουν την φασαρία. Έτσι, ακούμε κάποιους σοβαρούς τσακωμούς και γνωρίζουμε τα προβλήματα του κάθε νοικοκυριού. Λεφτά, παιδιά, δουλειά, προβλήματα, όλα τα μαθαίνουμε.

Άθελα μας το αφτί μας ακούει τα πάντα, δεν το επιδιώκουμε. Νέες γυναίκες είμαστε, με πολλές υποχρεώσεις και οικογένεια, δεν βρίσκουμε πολλές ευκαιρίες για ψυχαγωγία.

Η τελευταία ενόχληση είναι από αυτήν που μόλις μετακόμισε από πάνω μου. Νέα γυναίκα, μόνη, όμορφη. Την γνώρισα με έναν καφέ στο χέρι όταν πρωτοήρθε, περνούσε μπροστά από την αυλή μου. Μου φάνηκε πρόσχαρο άτομο στην αρχή, ίσως και μια πιθανή φίλη.

Οι προσδοκίες μου διαψεύστηκαν όταν αυτή με προσπερνούσε κάθε φορά που με συναντούσε, και μου χάριζε πάρα ένα τυπικό και ψυχρό χαιρετισμό.

Αυτές τις τυπικές εκφράσεις δεν τις μοιράζει στους άντρες που φέρνει μέσα στο σπίτι της. Ακούω τα βογκητά της από το μπαλκόνι της, που βρίσκετε ακριβώς από πάνω μου. Αναστεναγμοί και κραυγές. Αντρικές φωνές γεμάτες υποσχέσεις, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.

Έχω το παιδί, δεν μπορώ να το αφήνω να την ακούει. Την έχω προειδοποιήσει με σημειώματα πάνω στην πόρτα της, άλλα αυτή συνεχίζει να με αγνοεί. Είμαι και εγώ νέα γυναίκα, θα μπορούσα να κάνω και εγώ όλη την φασαρία που κάνει, έχω και εγώ ορμές. Άλλα δεν το κάνω. Έχω καιρό να βρεθώ με άντρα.

Όλο αυτό με κατέτρωγε, με εξόργιζε.

Σαν πρόκληση από τον Θεό, μια σύμπτωση. Πέρασε από μπροστά μου μια μέρα, η νεαρά σκανδαλιάρα γυναίκα, κρατώντας μια μικρή σακούλα σκουπιδιών. Ο αέρας φύσηξε και ένας μπόγος χρυσαφένιων μαλλιών έφτασε κοντά στα πόδια μου, τα δικά της.

Το σήκωσα και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να το κάψω, αντιθέτως το έκρυψα μέσα στο βιβλίο που διάβαζα.

Έχω ένα βιβλίο που μιλάει για αυτά, κληρονομιά της τσιγγάνας προγιαγιάς μου. Πήγα στην σελίδα που ήθελα, και άρχισα να διαβάζω τις οδηγίες. Μάζεψα άχυρα σταριού από ένα άδειο οικόπεδο κοντά στην γειτονιά, τα έπλεξα μεταξύ τους. Τα στερέωσα με ξυλάκια, από ένα σετ παιχνιδιών κατασκευής του γιου μου. Έκρυψα μέσα στο κέντρο, τον χρυσαφένιο μπόγο μαλλιών της από πάνω. Το έραψα με ένα παλιό κουρέλι που είχα, και έφτιαξα ένα κουκλάκι.

Έκανα την τελετή που χρειάστηκε για να το βαφτίσω, να το μαγέψω. Το γέμισα με λόγια μίσους και πινέζες. Το άφησα κάτω από το μπαλκόνι της, μέσα σε έναν κρυφό σωλήνα που έχω πρόσβαση, δεν θα το βρει ποτέ.

Λίγος καιρός χρειάστηκε για να δω τον θρίαμβο μου. Τα χρυσαφένια της μαλλιά δεν γυάλιζαν όπως παλιά. Το προκλητικό βλέμμα στο πρόσωπο της έσβησε. Οι επισκέψεις των αντρών σταμάτησαν. Αντί για βογκητά και αναστεναγμούς, ο μόνος θόρυβος που άκουγα, ήταν τα κλάματα της.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΣΟΥΛΤΑΝΑΣ


ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΣΟΥΛΤΑΝΑΣ

Πάει καιρός που βρίσκομαι εδώ, μέσα σε αυτό το παλάτι, ανάμεσα στους ψηλούς διακοσμημένος τρούλους, το χρυσό, τους πολύτιμους λίθους, και τα μεταξένια υφάσματα. Μέσα σε αυτό το επίσημο δωμάτιο, που προορίζεται για μένα, έχω τα δώμα μου, τα πολύχρωμα υφάσματα και τα γυαλιστερά διαμαντένια κοσμήματα. Κάθε μέρα ντύνομαι με διαφορετικό μετάξι, που πέφτει απαλό πάνω στο καλλίγραμμο κορμί μου, κάθε μέρα τα κοσμήματα που κοσμούν τα χέρια μου, τα πόδια μου, την κοιλιά μου και το στήθος μου αλλάζουν.

Ήμουν νέα όταν έφτασα εδώ. Δεκαπέντε χρονών και ακόμα παρθένα, με κόκκινα από την έξαψη μάγουλα και ατίθασο βλέμμα. Οι γονείς μου με έφεραν, μιλάγανε για μια καλύτερη ζωή. Ήμουν μία από τις εφτά κόρες τους, δεν μπορούσαν να μας συντηρήσουν όλες. Η ομορφιά φάνηκε από τα πρώτα βήματα μου στην ζωή, έτσι σφράγισε η μοίρα από νωρίς την απόφαση τους να με στείλουν στον σουλτάνο.

Μπήκα ένα κοριτσάκι, και έγινα γυναίκα. Οι άλλες γυναίκες του σουλτάνου σφράγισαν μια κρυφή συμφωνία να μην αποκαλύψουν τίποτε, μια συμφωνία που κρατάει καιρό, για όλες τις νεοφερμένες. Τότε, μικρή ακόμα, δεν έβλεπα την ειρωνεία της κατάστασης, τα θλιβερά τους μάτια, ούτε άκουγα τα βράδια το τραγούδι της απόγνωσης τους. Ήταν καλά κρυμμένο, το κοινό μυστικό που τώρα γνωρίζω και εγώ.

Μπήκα αμέσως για εκπαίδευση, μουσική, ποίηση, χορός, ιστορία. Εκπαιδεύτηκα να εκφράζω ευχάριστα συναισθήματα και να φέρομαι, κοινωνικά και σεξουαλικά. Τον σουλτάνο δεν τον είχα δει, άλλα ήξερα πως με ετοίμαζαν για αυτόν.

Την μέρα που με παρουσίασαν μπροστά του, έμεινα υπνωτισμένη κάτω από το επίμονο βλέμμα των μαύρων ματιών του, την μαυρισμένη χρυσαφένια σάρκα και το βασιλικό καλλίγραμμο ανάστημα του. Την θέση της αφέλειας ενός κοριτσιού πήρε η προσμονή να γίνω δική του, να τον ευχαριστήσω, να διώξω το κοριτσάκι και να τον αγαπήσω σαν γυναίκα.

Πάθος και φιλοδοξία ρίζωσαν μέσα μου. Ήθελα να τον κατακτήσω. Ήθελα να τον κάνω δικό μου. Ήθελα να γίνω η γυναίκα του, η μοναδική. Να ανέβω δίπλα στον θρόνο, να γίνω η βασίλισσα του. Με έβαλε σε ιδιωτικά διαμερίσματα, δίπλα στο παλάτι του, κοντά του. Μακριά από τις άλλες γυναίκες, ήταν καιρό χωρίς την συντροφιά τους και τις είχε ξεχασμένες, έτσι ήταν η σειρά μου να τον διεκδικήσω. Καμία δεν τον έκανε να νιώθει όπως εγώ, καμιά δεν ένιωσε το ζεστό του χάδι όπως εγώ. Ο σουλτάνος μου, ο βασιλιάς μου, ο Μαχαραγιάς μου.

Με έκανε διαφορετική γυναίκα. Έζησα τον έρωτα μαζί του, τον πόθο, την επιθυμία. Μου έμαθε τα μυστικά του σώματος και της ψυχής. Μόνο ο σουλτάνος μπορούσε να με κάνει να αισθανθώ έτσι, να μάθω πράγματα που δεν ήξερα καν πως υπάρχουν. Πράγματα που σπάνια αποκαλύπτονται στους κοινούς θνητούς, πράγματα που δεν είναι όλοι τυχεροί να ζήσουν. Μόνο ο βασιλιάς μου, μου πρόσφερε αυτό το πολύτιμο δώρο, της αληθινής αγάπης.

Το σφραγισμένο μυστικό που κρατούσαν οι σουλτάνες, με συνάντησε μια μέρα. Τα πάντα γκρεμίστηκαν. Με διαταγή του σουλτάνου, γύρισα πίσω στο χαρέμι. Οι σουλτάνες με κοιτούσαν με ειρωνεία, και είδα το ψέμα που φτιάχτηκε γύρω μου, να καταρρέει. Αυτός κατάφερε να με κατακτήσει, όχι εγώ. Και ο επίμονος κατακτητής αποφασίζει να συνεχίσει το ταξίδι του, να κατακτήσει άλλες ηπείρους, άλλες γυναίκες.

Έχουν περάσει χρόνια από τότε που γύρισα στο Δωμάτιο των Λουλουδιών, μαζί με τις άλλες τριακόσιες σουλτάνες. Έχουμε τα πάντα, άλλα όχι αυτόν. Οι σουλτάνες αλλάζουν, έρχονται καινούριες, όλο και πιο νέες, όλες με την σειρά τους, ζούνε την ίδια ιστορία με τον σεΐχη, και επιστρέφουν στο χαρέμι με ραγισμένη την καρδιά. Κάποιες μαζεύουν τα κομμάτια τους μόνες τους, άλλες βρίσκουν την κατάλληλη συντροφιά, την φίλη που θα ικανοποιεί τις ανάγκες τους.

Προσπαθούμε να ευχαριστήσουμε η μία την άλλη, άλλα πάντα στα κρυφά. Όσες πιάνονται, τις εκτελούν.  Άλλος άντρας δεν μπορεί να απλώσει τα μάτια του πάνω μας, δεν επιτρέπετε να μας κοιτάζουν. Ανάμεσα σε τόσες γυναίκες μας λείπει η αντρική συντροφιά, το αντρικό χάδι, η αντρική ικανοποίηση. Παρά μόνο οι ευνούχοι βρίσκονται κοντά μας, όλοι μουγκοί, μας προσέχουν ανάμεσα στις σκιερές γωνίες του χαρεμιού. Ξέρουν πως αν δοκιμάσουν να κάνουν οτιδήποτε, θα τους κόψουν και τα χέρια.

Πάνω στα μαλακά μεταξένια σκεπάσματα, τρώγοντας σταφύλια και πίνοντας σερμπέτι. Καπνίζω έναν χρυσό ναργιλέ γεμάτο όπιο. Χάνω μέρα με την μέρα, χρόνο με τον χρόνο την φρεσκάδα μου, την συνείδηση του χρόνου. Μέσα στο χρυσό κελί μου, μέσα στο σύννεφο οπίου, ξαναζώ τις ευτυχισμένες στιγμές μαζί του. Απελευθερώνω τις σεξουαλικές μου καταπιέσεις και ζώ φαντασιώσεις που είναι σφραγισμένες μέσα στο μυαλό μου. Χάνομαι στο παραμύθι με πρωταγωνιστή τον σουλτάνο μου, περιμένοντας να επιστρέψει σε μένα, άλλα γνωρίζω καλά, πως έγινα μια ακόμη παλλακίδα.


Created by Diana Chemeris

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΠΑΛΚΟΝΙ


ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Μένω πολύ καιρό σε αυτό το διαμέρισμα, είναι ο προσωπικός μου χώρος, ο ιερός μου χώρος. Συνήθως μαζεύω τους φίλους μου για καμία μπύρα, να παρακολουθήσουμε κάποιον αγώνα ή απλά για να αράξουμε. Το διαμέρισμα μου έχει γίνει σημείο συνάντησης με τους κατεργάρηδες αδελφούς εν ζωή, όπως λέμε συνήθως μεταξύ μας.

Δεν θα έλεγα πως είμαι ιδιαίτερα ωραίος, το κελεπούρι που λένε. Αν και αδύνατος, δεν είμαι αρκετά γυμνασμένος. Ούτε το ύψος μου ανταποκρίνεται στα θέλω των περισσότερων γυναικών. Όλες οι γυναίκες που είχα στην ζωή μου δεν ξεπερνούσαν το 1, 65 σε ύψος.  Έχω συνηθισμένο πρόσωπο, μελαχρινά μαλλιά, μελαχρινά μάτια, δεν ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους Έλληνες.

Όταν βρίσκομαι μόνος μου στο διαμέρισμα, σκοτώνω την ώρα με κάνα βιντεοπαιχνίδι ή βλέπω καμιά ταινία. Κάποιες φορές παρακολουθώ εκείνη.

Βρίσκομαι στον δεύτερο, το μπαλκόνι μου συναντάει το απέναντι διαμέρισμα, η απόσταση είναι σχετικά μικρή. Έτσι είναι εύκολο να βλέπω τους γείτονες, όταν τα παντζούρια και τα παράθυρά τους είναι ανοιχτά.

Εκείνη μένει στον πρώτο. Κάποιες φορές κάθομαι στο ψάθινο σκαμνάκι, έξω στο μικρό μπαλκόνι μου, πίνω καφέ, παριστάνω πως διαβάζω ή σκέφτομαι. Παρακολουθώ όμως πάντα εκείνη, όταν περνάει από το σαλόνι της, όταν κάθεται στον καναπέ της ή όταν βγαίνει στο μπαλκόνι της να τεντωθεί. Ίσως να με έχει καταλάβει, ίσως και να της αρέσει που την κοιτάω. Μένει μόνη της, αν και δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ, ξέρω τις ώρες που ξυπνάει, τις ώρες που φεύγει από το σπίτι, τις ώρες που ξεκουράζεται.

Δεν είμαι ο τύπος των αντρών που θα πρόσεχε, και δεν είμαι ο τύπος που θα της την πέσει. Ψηλή, με αναλογίες μοντέλου, πυκνά μαύρα μαλλιά με έξυπνο έντονο βλέμμα. Κάποιες φορές αυτό το βλέμμα με παρατηρεί, μετά με αποφεύγει. Νομίζω το χρώμα των ματιών της πρέπει να είναι καστανό ή μελί, από τέτοια απόσταση πού να καταλάβω. Πρέπει να έχει βραδινή δουλειά, σε κάποιο μπαρ ή κλαμπ που δεν έχω ανακαλύψει ακόμα. Κλείνει τα παντζούρια κάθε βράδυ στις δέκα, στο σπίτι δεν κουνιέται φύλλο μετά από εκείνη την ώρα, και ξαναφαίνεται κίνηση στις πέντε ή έξι η ώρα το πρωί. Φως βγαίνει μέσα από τις σχισμές των κλειστών παντζουριών, άλλες φορές τα ανοίγει και βγαίνει για ένα πρωινό τσιγάρο πριν πέσει για ύπνο.

Προσπαθώ να είμαι διακριτικός εκείνες τις ώρες, μην την τρομάξω, κρύβομαι πίσω από τις κουρτίνες αν τυχαίνει να είμαι ξύπνιος. Εκείνες τις ώρες έχω την απόλαυση να την βλέπω ήρεμη με σκεπτικό βλέμμα, στο πρόσωπο της να γυρνάει η ταινία της βραδιάς που μόλις πέρασε, απορροφημένο για να προσέξει το απέναντι μπαλκόνι.

Τα μεσημέρια ξυπνάει γύρω στις δύο με τρεις. Αρκετές φορές έχω την απόλαυση να την βλέπω να περιφέρεται στο διαμέρισμα της με την μικροσκοπική πιτζάμα της και τα ανακατεμένα μαλλιά. Δεν θα κρύψω πως με ερεθίζει να την βλέπω.

Δεν είμαι ματάκιας, ούτε κανένας περίεργος. Ποιος φυσιολογικός άντρας δεν θα έκανε το ίδιο, αν βρισκόταν στην θέση μου. Έχει γίνει κάτι σαν απαγορευμένη φαντασίωση, σαν αναγκαία απόλαυση, κρυφή καψούρα ίσως. Κρυμμένος ή φανερά, παρακολουθώ τις κινήσεις του σώματος της, τα μαλλιά της που χορεύουνε γύρω από τους ώμους της, και το έξυπνο βλέμμα χαμένο στα δικά του ενδιαφέροντα. Στην σκέψη πως το ξέρει και της αρέσει, διεγείρομαι.

Οι δραστηριότητες αυτές άλλαξαν πριν λίγο καιρό, μπορεί κάτι να συμβαίνει. Δεν ανοίγει τα παντζούρια τόσο συχνά πια, κάποιες φορές ακούω φωνές, φωνές σε ένα τηλέφωνο. Οι ώρες που βγαίνει από το σπίτι άλλαξαν, άλλες φορές μπορεί να μην γυρίσει και άλλες φορές το φως μπορεί να μείνει ανοιχτό όλη την νύχτα με τα παντζούρια κλειστά. Τις λίγες φορές που κατάφερα να την πετύχω, φαίνεται στεναχωρημένη, λυπημένη, προβληματισμένη.

Δεν έδωσα σημασία, απλώς ξενέρωσα μαζί της, θα ήθελα να συνέχιζε το κρυφό παιχνίδι που υιοθετήσαμε μεταξύ μας τόσο καιρό. Σαν να μου λέει πως χρειάζεται ένα διάλειμμα από την παράνομη σχέση μας, από την φαντασίωση που δημιουργήσαμε, από την ανεκπλήρωτη επιθυμία. Δεν σταμάτησα να την παρακολουθώ κρυφά, τις λίγες φορές που την συναντούσα έξω στο μπαλκόνι της, και την φαντάζομαι με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, το οποίο έλειπε.

Είχε κλειστά τα παντζούρια μία βδομάδα, δεν μπορούσα να ξέρω τι ακριβώς συνέβαινε, δεν μπορούσα ούτε καν να το φανταστώ. Ένα μεσημέρι, καθώς γυρνούσα σπίτι, είδα ένα ασθενοφόρο  στην γειτονιά, έξω από την πολυκατοικία της. Λίγο αργότερα έμαθα πως μια κοπέλα αυτοκτόνησε.

Τα παντζούρια της δεν ξανάνοιξαν και η κίνηση μέσα στο διαμέρισμα της σταμάτησε. Η κοπέλα στον πρώτο εξαφανίστηκε, ποτέ δεν έμαθα το όνομα της, πάρα έμεινε μόνο η εικόνα της από το απέναντι μπαλκόνι.

Created by Diana Chemeris