Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Η ΛΙΜΝΗ


Η ΛΙΜΝΗ

Θυμάμαι από μικρός ερχόμουν εδώ. Μακάρι να ήμουν ξανά μικρός, τότε που δεν με απασχολούσε τίποτα, βρισκόμουν μακριά από όλες τις έγνοιες. Δεν γνώριζα τίποτα, δεν μπορούσα να φανταστώ ακόμα, τι μπορεί να σημαίνει ζωή, οι δυσκολίες της, οι ευθύνες της, τα καμώματα της. Μακάρι να ξαναγινόμουν μικρός, να κολυμπούσα μέσα σε αυτήν την λίμνη όπως τότε. Απολάμβανα το χλιαρό νερό, κρατούσα την αναπνοή μου, κολυμπούσα όσο πιο βαθιά μπορούσα, μέσα στα νερά της.

Τώρα κρατάω την αναπνοή μου, την κρατάω όσο μπορώ. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, με πνίγουν οι τύψεις, με τύλιξαν σαν τα νερά της. Η λίμνη αυτή, ήταν πάντα ήρεμο μέρος για μένα, την ψυχή μου. Τώρα δεν μπορώ να ξεφύγω μέσα της, από την αλήθεια, όχι πια. Πνίγομαι.

Μεγάλωσα, δεν ήμουν πια παιδί. Και όπως όλα τα παιδιά που μεγαλώνουν, ήταν αναμενόμενο να ανακαλύψω την πραγματική ζωή. Ανακάλυψα τα πάθη, την απάτη, την κοροϊδία, την δυστυχία. Για να ξεφύγω, ζαλίστηκα από το πόθο, από τις απολαύσεις της ζωής, τις εφήμερες αισθήσεις που τις πρωινές ώρες φεύγουνε. Κάθε φορά που άνοιγαν τα μάτια μου, επέμενα να τις ξαναβρώ, να μπω ξανά μέσα στο παιχνίδι τους, επέμενα ο χαζός.

Έμπλεξα, είχα μια αγάπη. Μία αγάπη που με συνάρπαζε. Αισθανόμουν την αδρεναλίνη και την έξαψη, όπως δεν με είχε κάνει ποτέ να νιώσω μια γυναίκα. Ο τζόγος. Τα λεφτά, το παιχνίδι, ο εθισμός. Αυτό το κομμάτι χαρτί, μαγικά εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν μπροστά μου, άλλαζαν χέρια με ταχύτητα που ζάλιζε. Μία τα έχανα, μια τα κέρδιζα. Όταν τα κέρδιζα όμως…

Αισθανόμουν γεμάτος, δυνατός, υπερήφανος. Ξέχναγα την δυστυχία που ερχόταν πακέτο μαζί με την πραγματική ζωή, ένιωθα ολοκληρωμένος. Για λίγο, μετά άρχιζαν όλα πάλι από την αρχή. Δεν άντεχα να βρίσκομαι μακριά από την πράσινη τσόχα, από την αίσθηση του παιχνιδιού, της νίκης. Δεν άντεχα να αποφεύγω τον πόθο μου.

Κάποια στιγμή αναγκάστηκα να δανειστώ. Όχι, δεν υπολόγιζα πως θα χάσω. Τα έπαιξα, τα έχασα. Δανείστηκα από αλλού, ξανά. Αυτή την φορά από άντρες επικίνδυνους, που σαν μικρό παιδί μου λέγανε να μείνω μακριά τους. Μεγάλος πια, τους πλησίασα από ανάγκη, ζήτησα λεφτά να παραμείνω στον εθισμό μου, να παρατείνω την μεγάλη μου αγάπη, αυτήν που γέμιζε την ζωή μου, έστω και φευγαλέα. Μου τα δώσανε.

Τα έχασα, ξανά και ξανά. Άπληστος, τα λεφτά έφευγαν μπροστά από τα έκπληκτα μάτια μου, πως μπόρεσα να τα χάσω. Εκνευριζόμουν, μα δεν έβλεπα πως αυτό το ελάττωμα, κάθε μέρα που περνούσε, με έφερνε όλο και πιο κοντά στην λίμνη, εδώ.

Πάντα αγαπούσα αυτά τα νερά, μακάρι να ξαναγινόμουν μικρός. Μέσα στην ηρεμία της λίμνης, κάτω από την επιφάνεια της, διαγράφω όλα μου τα χρέη. Δεν χρωστάω πια σε κανέναν, δεν έχω λεφτά να δώσω, δεν έχει πια σημασία. Τα πληρώνω τα χρέη μου, και με το παραπάνω.

Οι ίδιοι άντρες που χρωστούσα, οι τοκογλύφοι, με έφεραν εδώ. Τραβώντας με προς τα νερά της λίμνης, που τόσο αγαπώ. Τους παρακαλούσα να με αφήσουν, δεν είχα τα λεφτά που μου ζητούσαν, δεν μου απέμεινε τίποτα. Έκανα λάθος.

Με πέταξαν μέσα στο νερό, και τώρα είμαι ήρεμος, όπως τότε. Κρατώ την αναπνοή μου, όπως τότε. Μέσα στα ήρεμα νερά της, όπως τότε. Φτάνοντας στον πάτο της λίμνης, όπως τότε. Οι βαριές πέτρες με τραβάνε από τα πόδια, πνίγομαι.

Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ξεκινήσαμε πολλοί, απομείναμε λίγοι πάνω στο μεγάλο ξύλινο πλοίο που θα μας μετέφερε στην Αμερική, την ήπειρο που κάποιος Κολόμβος ανακάλυψε.

Ξεκινήσαμε με όνειρα, για μια καινούρια ζωή. Η Ιρλανδία δεν μας προσέφερε τίποτα, οι πλούσιοι πάταγαν τους φτωχούς, στους φτωχούς δεν έφταναν τα λεφτά για να ταΐσουν τις οικογένειες τους και κάθε χρόνο, ο χειμώνας που ερχότανε, ήταν πιο βαρύς από τον προηγούμενο.

Μας μίλησαν για τον Νέο Κόσμο, πως πολλές οικογένειες μετοίκησαν εκεί και έγιναν πλούσιες, μας γέμισαν με φιλοδοξίες. Μία χώρα που δεν διακρίνει, μια χώρα ολοκαίνουρια, που οι ευκαιρίες δεν λιγοστεύουν, μια χώρα νεογέννητη που θα μας δεχόταν χωρίς αμφισβήτηση. Μας διαβεβαίωσαν πως είμαστε η γενιά που θα την μεγάλωνε, που με διάθεση και κόπους, θα την ονομάζαμε πατρίδα, η δικιά μας πατρίδα.

Έτσι, δεν αργήσαμε να ανεβούμε, με τον άντρα μου και τα δύο μας παιδιά, πάνω στο επιβλητικό πλοίο με τα βαθύ μπλε πανιά. Πουλήσαμε το σπίτι μας, όλα μας τα ζώα, και με λίγα υπάρχοντα ξεκινήσαμε για το άγνωστο, με ελπίδα μια καλύτερη ζωή.

Το πλοίο ήταν γεμάτο από συμπατριώτες με την ίδια επιθυμία. Αναγνωρίζαμε την φτώχεια στα μάτια τους, και τα καινούρια όνειρα που εμφύτευσε αυτό το μεγάλο ταξίδι. Σαλπάραμε χαρούμενοι, γεμάτοι προσδοκίες, και τελικά συναντήσαμε μια μοίρα, χειρότερη από την προηγούμενη.

Στην αρχή, λίγοι αρρώστησαν, ξεκίνησαν με εμετούς, πυρετό και πόνους στο στομάχι. Λίγες μέρες αργότερα έφτυναν αίμα, χλωμοί και εξαντλημένοι, προσευχόντουσαν να τελειώσει το μαρτύριο τους. Έπεσαν τα πρώτα πτώματα, όσο περνούσε ο καιρός, ο αριθμός μεγάλωνε. Δυστυχία απλώθηκε στο πλοίο, ο πληθυσμός μειωνόταν, σχεδόν κανένας δεν μπορούσε να ξεφύγει. Σαν φάντασμα που στοίχειωσε το κατάστρωμα, έσβησε τα χαρούμενα και υποσχόμενα χαμόγελα από τα πρόσωπά μας. Με συντροφιά το θάνατο, περιμέναμε με αγωνία το επόμενο θύμα.

Κατάρα λέγανε, από τους πλούσιους που αψηφήσαμε και αφήσαμε πίσω. Άλλοι μιλάγανε για μάγισσες που επιβιβάστηκαν μαζί μας, και έκαναν το έργο του Σατανά. Όλοι ψάχναμε την πηγή του λοιμού, μέχρι που ο παπάς που μας συντρόφευε, έπεσε θύμα της. Ούτε ο καπετάνιος τα κατάφερε, οι ναυτικοί οδηγούσαν το πλοίο στα τυφλά, πολεμώντας με τα άγρια θυμωμένα κύματα. Προσευχόμασταν στον Θεό να μην συνεχίσει την τιμωρία μας, να μας συγχωρήσει που τολμήσαμε να απαρνηθούμε την πατρίδα που μας έδωσε.

Δεν είχαμε άλλη επιλογή, από το να πετάμε τα πτώματα στην θάλασσα. Στο μακρύ ταξίδι, είδα να πετάνε μέσα στην θάλασσα τον άντρα μου, και αμέσως μετά την μικρή μου κόρη.

Όταν φτάσαμε, επιτέλους, στην ευλογημένη χώρα. Κράταγα στα χέρια μου τον άρρωστο γιο μου, τα συμπτώματα του ήταν προχωρημένα. Μας έβαλαν αμέσως σε καραντίνα, για να μην μολύνουμε με την αθεράπευτη αρρώστια μας, τους ντόπιους που έφτασαν πριν από μας. Δεν μας πλησίαζε κανείς, είδα τον γιο μου να ξεψυχάει στην γωνία του σφραγισμένου στάβλου, άλλο ένα πικρό χτύπημα από την τιμωρία του Θεού. Και τώρα με την σειρά μου, με χαμένη την ελπίδα για το αύριο, περιμένω ολομόναχη, να ξεψυχήσω σε μια άγνωστη καταραμένη γη.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΝΕΡΑΙΔΑ


Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΝΕΡΑΙΔΑ

Παρίσι 1898

Τα βράδια τα περνάω εδώ, σε αυτό το καμπαρέ. Δεν προβλέπω κάτι για το μέλλον μου. Έχω μάθει στην ζωή μου να δουλεύω σκληρά, να βγάζω το ψωμί μου έντιμα. Η μοίρα με χτύπησε άσχημα κάμποσα χρόνια πριν, μετά τον γάμο μου με την πιο όμορφη κοπέλα.

Μια κοπέλα, που η αθωότητα της και το νεανικό της δέρμα, με έκανε να κοκκινίζω. Σαν σιδεράς, έχω καλό εισόδημα, όλοι θέλουν κάποια επισκευή στα σιδερικά και στα πέταλα των αλόγων. Έτσι οι γονείς της μου την δώσανε. Η προίκα της δεν ήταν μεγάλη, άλλα η ομορφιά της με έκανε να ανατριχιάζω.

Δούλευα σκληρά για να στήσω το σπιτικό μας, και όταν έμεινε έγκυος, ήμουν διπλά χαρούμενος. Ήθελα έναν γιο, με την ομορφιά της γυναίκας μου και την δουλειά του σιδερά, θα γινόταν ένας έντιμος άντρας. Δεν περίμενα καλύτερη μοίρα για το όνομα που μου έδωσε ο πατέρας μου. Άλλα η γυναίκα μου, πέθανε στην γέννα, μαζί με τον κληρονόμο γιό μου.

Από τότε, ξεκίνησα αυτή την κακιά συνήθεια. Κάθε βράδυ πεθαίνω ανάμεσα στις πόρνες αυτού του καμπαρέ και πνίγομαι μέσα στο αψέντι.

<<Γιατί είσαι στεναχωρημένος.>> άκουσα μια τρυφερή, ψιλή γυναικεία φωνή. Μία γυναίκα καθόταν δίπλα μου, κομψή μέσα στο αέρινο πράσινο φόρεμα της. Η πράσινη αύρα που λαμπύριζε γύρω της, τόνιζε το παρουσιαστικό και την σιλουέτα της. Το πρόσωπο της, ήταν σχεδόν ίδιο της νεκρής γυναίκας μου, μόνο που τα μάτια της ήταν έντονα πράσινα. Το μυστήριο βλέμμα της σταθερό πάνω μου, με υπνώτιζε.

<<Ποια είσαι.>> ρώτησα σαστισμένος.

<<Είμαι η πράσινη νεράιδα.>> η μελωδική της φωνή πλημμύρισε τα αυτιά μου, απέκλεισε κάθε είδος φασαρίας μέσα στο καμπαρέ, από τους άντρες που γλεντούσαν και τις γυναίκες που χαχανίζοντας, κολλούσαν πάνω τους για λίγα φράγκα.

Είναι παραίσθηση, κάνει κόλπα το μυαλό μου. Η γυναίκα μπροστά μου, δεν ταιριάζει με την εικόνα αυτού του καταγωγίου, μοιάζει με ξωτικό από άλλο κόσμο. Μα γιατί μου φαίνεται τόσο οικία, το τρυφερό της βλέμμα με μαγνητίζει.

<<Δεν έχω να περιμένω κάτι από την ζωή.>> απάντησα και ήπια άλλη μια γουλιά από το αψέντι. <<Η συντέλεια του κόσμου έρχεται σε δύο χρόνια.>> γέλασε.

<<Έχεις να περιμένεις εμένα.>> το γέλιο της σαν μια οκτάβα από πιάνο. Σηκώθηκε αέρινα από το παλιό ξύλινο σκαμπό, φαινόταν σαν να μην ακουμπούσε πάνω στην γη. <<Έλα.>> άπλωσε το χέρι της με το φωτεινό δέρμα, με καλούσε.

Χωρίς να σκεφτώ, κατάπια το υπόλοιπο αψέντι. Ακολούθησα την αύρα της που απομακρυνόταν, άφηνε ένα πέπλο πράσινης φεγγαρόσκονης, ανάμεσα από τους μποέμικους μπεκρήδες και τα ξέχειλα ποτά.

Ανέβηκα τις σκάλες προς τα ιδιωτικά δωμάτια, περίμενα πως θα είναι εκεί, δεν την βρήκα πουθενά. Έψαξα απελπισμένος μέσα στα δωμάτια, άλλα οι γυναίκες που έβρισκα, δεν της έμοιαζαν. Ήταν οι κατώτερες γυναίκες του Παρισιού, ουδεμία σχέση με την μαγική γυναίκα που ήταν πριν λίγο δίπλα μου. Εξαφανίστηκε, να ήταν αληθινή άραγε.

Επέστρεψα πίσω στο ξεχειλωμένο σκαμπό του μπαρ, μόνος μου. Παρήγγειλα άλλο ένα αψέντι. Ευχόμουν αυτό το πράσινο υγρό να ξαναφέρει πίσω την πράσινη νεράιδα μου.


Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΤΖΑΜΙ


ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΤΖΑΜΙ

Δεν έπρεπε να πάω, αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα τον γυρνούσα. Εκείνη η νύχτα, μου άλλαξε την ζωή. Μετανιώνω την ώρα και την στιγμή που δέχτηκα εκείνη την βόλτα, το λάθος μου.

Αν και όμορφη κοπέλα, δεν είχα εύκολη ζωή. Δούλευα σε διάφορα μπαρ για να μαζέψω το μεροκάματο μου. Έφευγα επαρχία συχνά, αρκετά καλά λεφτά. Μία καβάτζα που λένε, και ξανά πίσω.

Έτσι είχα συνηθίσει στην ζωή μου, να κυνηγάω το χρήμα, ταυτόχρονα να περνάω καλά. Κάθε φορά που μου πρότειναν δουλειά, δεχόμουν. Έτσι δέχτηκα, χωρίς δεύτερη σκέψη εκείνη την πρόταση. Ήταν στο νομό Ηλίας, σε ένα μπαράκι. Σάββατο. Ξεκινήσαμε από το μεσημέρι με τον υπεύθυνο που με προσέλαβε, από την Αθήνα.

Καλό παιδί, δεν τον γνώριζα πολύ καιρό. Από τις λίγες φορές που τον συνάντησα και όσες φορές μιλήσαμε στο τηλέφωνο, μου φάνηκε έντιμο παιδί. Θα με πήγαινε αυτός, θα με πλήρωνε αυτός, και θα με γύρναγε αυτός. Καλή συμφωνία, μισούσα την ταλαιπωρία με τα ΚΤΕΛ.

Μάζεψα τα πράγματα μου σε ένα βαλιτσάκι, με πήρε με το αμάξι του. Δεν ήταν τίποτε τρομερό, ένα κοινό γκρι αμάξι. Δεν το φοβήθηκα, ήταν άνετο από μέσα. Η διαδρομή στην αρχή, δεν με ενόχλησε, μας συνόδευε χαλαρή μουσική. Δεν μίλαγε πολύ, όση ώρα μιλήσαμε ήταν για τυπικά πράγματα, δουλειά, στόχους. Την υπόλοιπη διαδρομή την περάσαμε σιωπηλοί.

Έτρεχε, αυτό ήταν το μόνο κακό. Δεν παραπονέθηκα, τόσο καιρό με τα ταξίδια, είχα συνηθίσει. Δεν με πείραζε η ταχύτητα, αυτός όμως, πάταγε γκάζι, να προλάβει. Το γκάζι δεν το άφηνε, σταθερός στα εκατό σαράντα χιλιόμετρα. Δεν το άφησε ούτε όταν άρχισε να ψιχαλίζει, ούτε καν όταν οι δρόμοι ήταν θολοί.  Να προλάβει μια νύχτα που θα έφτανε έτσι και αλλιώς, με όση ταχύτητα και να πηγαίναμε, θα φτάναμε στην ώρα μας.

Προσπερνώντας τις πεδιάδες και τους αγρούς. Φτάνοντας λίγα χιλιόμετρα πριν την Αμαλιάδα, δύο ώρες πιο νωρίς από την αναμενόμενη ώρα, τρέχοντας πάνω στους χωματιασμένους δρόμους. Συναντήσαμε μια στροφή. Μια στροφή που δεν πρόλαβε να στρίψει το τιμόνι, μία στροφή που τα χώματα έφαγαν τα λάστιχα. Μια στροφή, που με ρίγος είδα την πρόσοψη του αμαξιού, να χτυπάει στα σιδερένια δοκάρια, μπροστά στα μάτια μου.

Με κράταγε η ζώνη, το αμάξι έκανε γρήγορες στροφές γύρω από τον εαυτό του. Σε όλο το μήκος του άδειου μεγάλου δρόμου, χτυπούσε στα πλαϊνά σιδερένια δοκάρια, ακανόνιστη η πορεία. Τρανταζόμουν, περίμενα την στιγμή που θα πεταχτούμε στον αέρα. Προσευχόμουν σε έναν Θεό που δεν πίστευα, να ζήσω.

Δεν ήταν καλό αμάξι τελικά, όχι. Άκουγα σπασίματα κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Τα δευτερόλεπτα που με κρατούσε μια ζώνη, για να μην συναντήσω το μπροστινό τζάμι. Το τζάμι που τελικά έσπασε, ήταν στο πλάι μου. Ένιωσα στην δεξιά πλευρά του προσώπου μου, τα κοφτερά κομματάκια από το σπασμένο τζάμι. Βαθύ στο δέρμα μου, έντονο, γεμάτο πόνο, λιποθύμησα.

Δεν έπρεπε να πάω, αν μπορούσα να αλλάξω την απόφαση μου, θα το έκανα. Τώρα αυτή η ανάμνηση έμεινε βαθιά ριζωμένη μαζί μου, με ακολουθεί. Σώθηκα, άλλα όχι το πρόσωπο μου. Έμεινε το σημάδι από το σπασμένο τζάμι, σε όλη την δεξιά πλευρά. Σημάδια που δεν μπορώ να κρύψω, σημάδια που μου άλλαξαν την ζωή. Και μαζί με το όμορφο πρόσωπο μου, χάθηκαν όλες οι ευκαιρίες, η ζωή μου. Δεν έπρεπε να πάω. Παραμορφωμένη, κάθομαι μετανιωμένη.


Created by Diana Chemeris

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ


Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ

Είναι υπέροχο αυτό το δάσος. Τα εξωτικά δέντρα δεν περνάνε απαρατήρητα, και τα ζώα της ζούγκλας παίζουν παιχνιδιάρικα, γεμίζοντας την σιωπή με τις κραυγές τους. Οι θεοί μας ευλόγησαν σήμερα, μας χάρισαν αυτήν την ηλιόλουστη μέρα. Ο μουσώνας κράτησε αρκετές μέρες, ο ήλιος ήταν κρυμμένος πίσω από τα θυμωμένα σύννεφα των Ινδικών Θεοτήτων.

Από μικρός επισκεπτόμουν αυτό το δάσος, είναι χώρος ιερός. Τα δέντρα έχουν την δική τους ιστορία. Μεγαλειώδη και παλιά, ξεπερνάνε το ύψος και τα χρόνια του παλατιού μου. Μέσα σε αυτό το μαγικό μέρος, βρίσκονται τα αφηρημένα σημάδια των Θεών, οι ψίθυροι τους, που μας προτρέπουν να ακολουθήσουμε το πεπρωμένο μας.

Το δικό μου πεπρωμένο είναι σαφές. Με ευλόγησαν οι Θεοί, επέλεξαν εμένα ως γιο του βασιλιά της Ινδίας. Όταν πεθάνει ο πατέρας μου, θα πάρω εγώ την θέση του. Ο πατέρας μου είναι καλός βασιλιάς και άξιος στρατηγός. Κάποια μέρα θα τον κάνω περήφανο, μαζί και την χώρα μου. Θα γίνω το ίδιο καλός βασιλιάς με τους προγόνους μου.

Από το πρωί, διέταξα να μου ετοιμάσουν τον Hindi, τον λευκό ελέφαντα που με συντροφεύει στις βόλτες μου. Στολισμένος με κοσμήματα και γυαλιστερά υφάσματα κεντημένα από τους υπηρέτες μου, έχει την αξίωση να κουβαλάει τον πρίγκιπα του πάνω στην πλάτη του. Πήρα μαζί μου ένστολους άντρες, οι τέσσερις πιστοί μου στρατιώτες, που κάποια στιγμή στο μέλλον, θα νικήσουμε μια μάχη σαν φίλοι. Καλπάζουν πάνω στα γενναία μαύρα άλογα με τις επίχρυσες σέλες, δείγμα της φρουράς του βασιλιά.

Ο ελέφαντας που με στηρίζει περνάει αργά το μονοπάτι εκατοντάδων χρόνων, το οποίο βγαίνει στην ανοιχτή πεδιάδα στην μέση του δάσους.  Ένας τόπος μαγικός, με την αξία της μοναδικότητας, ένας χώρος άδειος από δαίμονες, που υποδηλώνει την αξία της μοναξιάς. Επισκέπτομαι χρόνια την ιερή γη, βρίσκω παρηγοριά και νιώθω μικρός μπροστά στα μάτια των Θεών.

Στα μισά του δρόμου, αθόρυβα μας ακολουθούσαν, ανάμεσα στους φοίνικες και τις φυλλωσιές, οι Άθικτοι. Παρακατιανοί, απόβλητα, ακάθαρτοι, αποβράσματα. ξεχασμένοι από την κοινωνία. Οι Θεοί επέλεξαν να μην τους κάνουν ανθρώπους, ως τιμωρία των πράξεων τους σε προηγούμενες ζωές. Μια ξεχασμένη κάστα, από τις υπόλοιπες κάστες, δεν έχουν δικαίωμα να ζουν αξιοπρεπή ανάμεσα μας. Μια κάστα που ούτε την σκιά τους δεν πρέπει να φέρνουν μπροστά μας. Κρυμμένοι ανάμεσα στα δάση, μακριά από την ασφάλεια της Δυναστείας μου.

Πήδηξαν μπροστά μας απειλητικά, μας έκλεισαν τον δρόμο. Έβαλα τα γέλια, με την εικόνα από τα ξύλα και τις σπασμένες πέτρες, μέσα στα χέρια τους. Άντρες κοκκαλιάρηδες, βρόμικοι, σπασμένοι, τα πρόσωπα τους γεμάτα με χώματα και μόνο πτώματα από σκελετούς θύμιζαν. Όχι, αυτοί δεν είναι κανονικοί άνθρωποι, άλλα ζώα ξεχασμένα από τους Θεούς.

Θέλουν να κλέψουν φαγητό. Ήταν αργά, όταν αντιλήφθηκαν το βασιλικό ρούχο που με στόλιζε και τους βασιλικούς Νάιαρ πολεμιστές.

Ο πατέρας μου δέχτηκε επίθεση από Άθικτους πολλά χρόνια πριν. Βρισκόταν σε βόλτα, συνοδευόμενος από τον πιστό του φίλο και Βραχμάνο, Κρίσνα. Εμφανίστηκαν οι Άθικτοι μπροστά τους, με τα πρόσωπα μαύρα σαν την νύχτα, τα μάτια τους πεινασμένα για φαγητό, άλλα και για εκδίκηση.

Ήταν τότε, που μόνος του, ο βασιλιάς πατέρας μου, προστάτεψε τον πιστό του φίλο. Σφάγιασε τους παρείσακτους που τόλμησαν να κλείσουν τον δρόμο του βασιλιά, που μάζεψαν το δαιμονικό θράσος να επιτεθούν, μπροστά σε παρουσία Θεών. Ήταν τότε, που ο πιο άγριος από αυτούς, χάραξε το σημάδι στο πρόσωπο του πατέρα μου, από την βάση του μάγουλου μέχρι το μάτι του. Μια ανεξίτηλη ανάμνηση της ασέβειας των Άθικτων.

Με εντολή μου, ο ήχος του μαστιγίου στον αέρα, διέταξα τους Νάιαρ να κατέβουν από τα άλογα τους και να δώσουν τέλος σε αυτήν την γελοιότητα. Με ικανοποίηση, πάνω στη βασιλική σέλα του ελέφαντα, παρακολούθησα τα χρυσά μαχαίρια που έκοψαν τον λαιμό των ακάθαρτων. Τα βρόμικα πτώματα έπεσαν στον ιερό μονοπάτι, μπηγμένα μέσα στο ίδιο τους το αίμα. Πήρα εκδίκηση για τον βασιλιά πατέρα μου, έτσι το ήθελε ο Θεός Βράχμα. Έδωσα απάντηση, στην δική τους εκδίκηση, της ασέβειας και της ζητιανιάς.

Created by Diana Chemeris



Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ


ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ

Δεν ξέρω πώς να το ονομάσω. Αστρική προβολή, Ταντρική ένωση ή απλά Όνειρο. Όνειρα ανεξήγητα, τα αισθάνομαι αληθινά. Συναισθήματα, σκέψεις που θέλω να πω, αιωρούνται στο κενό και ποτίζουν τον χώρο. Το άτομο απέναντι μου, το νιώθω. Τα δικά του συναισθήματα, πράγματα που θέλει να πει, πράγματα που θέλω να ακούσω, συνδέονται με την δική μου ύπαρξη. Μια μυστική ένωση ψυχών. Δεν ξέρω πώς να το πω. Σύνδεση ή παραίσθηση.

Όλος ο κόσμος ονειρεύεται, όλοι έχουν ένα μυστικό κόσμο που πάνε, όταν κοιμηθούν. Άλλοι λένε πως οι κρυφές επιθυμίες, γίνονται αληθινές. Άλλοι μιλάνε για πρόβλεψη ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης. Άλλοι συναντάνε κάποιον νεκρό, ή και ζωντανό. Άλλοι έχουν πετύχει να χειραγωγούν τα όνειρα τους, κάνουν ότι θέλουν και συναντάνε όποιον θέλουν.

Από τότε που γνώρισα εκείνον, τα όνειρα μου με αναστατώνουν. Έχει μια παράξενη επιρροή πάνω μου αυτός ο άντρας. Όταν βρισκόμαστε μαζί, επικρατεί μια σύγχυση στα συναισθήματα μου. Με επηρεάζει το άγγιγμα του, το βλέμμα του. Με επηρεάζουν τα φιλιά του, ακόμα και τα λόγια του. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται, οι ενέργειες μας μπερδεύονται, γίνονται οικίες. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, η ψυχή μου αγκαλιάζει την δική του, τον αγαπάει. Τα δέχομαι όλα, χωρίς αναστολές. Δένομαι μαζί του, τον ερωτεύομαι.

Άρχισα να βλέπω όνειρα, με πρωταγωνιστή εκείνον. Όνειρα γεμάτα έρωτα και ακατάλληλες σκηνές. Τα αισθήματα ταντρικά, απόκρυφες αισθήσεις, εισχωρούσαν έντονα μέσα στην σάρκα, και στο μεγαλείο της ψυχής. Κρυφές επιθυμίες και λέξεις, που γίνονται αληθινές, μέσα στο μυστικό κόσμο των ονείρων. Καταστάσεις που φαίνονται τόσο αληθινές, που ξυπνάω με ένα πικρό χαμόγελο που δεν ήταν αληθινό, και μια κρυφή χαρά εκπλήρωσης και ευχαρίστησης.

Τα όνειρα άλλαξαν, έγιναν προειδοποιήσεις, επιμένοντας πως κάτι συμβαίνει. Και αυτός, έχει αλλάξει απέναντι μου, δεν είναι όπως στην αρχή.

Το βλέμμα του αποτραβιέται συχνά από το δικό μου, το άγγιγμα του, διστακτικό. Με αποφεύγει, βρίσκει δικαιολογίες για να μην με δει, διαφορετικά πράγματα τον αποσπάνε από μένα. Η διαίσθηση μου, λέει πως κάτι δεν πάει καλά, τα πράγματα θα αλλάξουν. Δεν ήθελα να το δεχτώ, κρατιόμουν δυνατά μέσα στα όνειρα μου, της παραίσθησης που είχα φτιάξει. Αυτό με πονούσε βαθιά, και ούτε στα όνειρα μου δεν μπορούσα να αποφύγω την αλήθεια πια.

Βρέθηκα απέναντι του, έκρυβα το βλέμμα μου, με κοιτούσε ερευνητικά.

<<Έχεις θλιμμένα μάτια>> τόνισε.

Τον κοίταξα στα μάτια, με κρυμμένα δάκρυα που κράταγα καιρό.

Ξύπνησα, νιώθοντας τον δίπλα μου, άλλα δεν βρισκόταν πουθενά. Τα μάτια μου θλιμμένα, έψαχναν να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από το όνειρο που ζούσα.

Λίγη ώρα πέρασε όταν πήρε τηλέφωνο.

<<Σε είδα στο όνειρο μου.>> είπε προβληματισμένος.

<<Τι είδες.>>  με κομμένη την ανάσα. περίμενα να ακούσω την απόδειξη.

<<Είχες θλιμμένα μάτια.>> τόνισε ξανά.

Παύση ακολούθησε, μια στιγμή για να σιγουρευτώ πως δεν ονειρεύομαι. Ήξερα πως ήταν αλήθεια, ήξερα πως τον συνάντησα μέσα στο όνειρο μου. Τον ήθελα τόσο, που η ψυχή μου περιπλανιόταν στο αστρικό πεδίο, και τον έψαχνε, να του δώσει ένα μήνυμα. Ο αστρικός μου εαυτός, αυτός που ζει μέσα από μένα, στα όνειρα μου, και με ξέρει καλύτερα από τον καθένα, έψαχνε μια απάντηση.

<<Έχω θλιμμένα μάτια.>> απάντησα, και με θλιμμένη την καρδιά, έκλεισα το τηλέφωνο.


Created by Diana Chemeris

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Η ΑΠΟ ΠΑΝΩ


Η ΑΠΟ ΠΑΝΩ

Με λένε Δώρα και ζω σε αυτό το σπίτι περίπου δύο χρόνια, στο ισόγειο. Η αυλή είναι δικιά μου. Εδώ μεγαλώνω τον γιο μου, μόλις μπήκε στα δέκα του. Είναι έξυπνο παιδί, και κάνει όλα τα μαθήματα του αμέσως μετά το σχολείο, του το επιβάλω.

Οι γείτονες με ξέρουν, φροντίζω πάντα να τους μιλάω, στους ηλικιωμένους και στους νέους. Κάνω παρέα με την Κική, που μένει δίπλα. Τα παιδιά μας πάνε στο ίδιο σχολείο και έχουν την ίδια ηλικία, έτσι παίζουν κάποια απογεύματα μαζί. Εμείς ανταλλάζουμε κάποιο τσάι ή καφέ στις κουζίνες μας και μιλάμε για τα παιδιά μας. Σχολιάζουμε όμως και την γειτονιά.

Η γειτονιά δεν είναι ήσυχο μέρος. Όταν γίνετε κάποιος καυγάς μέσα στο νοικοκυριό, οι τοίχοι είναι λεπτοί για να απομονώσουν την φασαρία. Έτσι, ακούμε κάποιους σοβαρούς τσακωμούς και γνωρίζουμε τα προβλήματα του κάθε νοικοκυριού. Λεφτά, παιδιά, δουλειά, προβλήματα, όλα τα μαθαίνουμε.

Άθελα μας το αφτί μας ακούει τα πάντα, δεν το επιδιώκουμε. Νέες γυναίκες είμαστε, με πολλές υποχρεώσεις και οικογένεια, δεν βρίσκουμε πολλές ευκαιρίες για ψυχαγωγία.

Η τελευταία ενόχληση είναι από αυτήν που μόλις μετακόμισε από πάνω μου. Νέα γυναίκα, μόνη, όμορφη. Την γνώρισα με έναν καφέ στο χέρι όταν πρωτοήρθε, περνούσε μπροστά από την αυλή μου. Μου φάνηκε πρόσχαρο άτομο στην αρχή, ίσως και μια πιθανή φίλη.

Οι προσδοκίες μου διαψεύστηκαν όταν αυτή με προσπερνούσε κάθε φορά που με συναντούσε, και μου χάριζε πάρα ένα τυπικό και ψυχρό χαιρετισμό.

Αυτές τις τυπικές εκφράσεις δεν τις μοιράζει στους άντρες που φέρνει μέσα στο σπίτι της. Ακούω τα βογκητά της από το μπαλκόνι της, που βρίσκετε ακριβώς από πάνω μου. Αναστεναγμοί και κραυγές. Αντρικές φωνές γεμάτες υποσχέσεις, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.

Έχω το παιδί, δεν μπορώ να το αφήνω να την ακούει. Την έχω προειδοποιήσει με σημειώματα πάνω στην πόρτα της, άλλα αυτή συνεχίζει να με αγνοεί. Είμαι και εγώ νέα γυναίκα, θα μπορούσα να κάνω και εγώ όλη την φασαρία που κάνει, έχω και εγώ ορμές. Άλλα δεν το κάνω. Έχω καιρό να βρεθώ με άντρα.

Όλο αυτό με κατέτρωγε, με εξόργιζε.

Σαν πρόκληση από τον Θεό, μια σύμπτωση. Πέρασε από μπροστά μου μια μέρα, η νεαρά σκανδαλιάρα γυναίκα, κρατώντας μια μικρή σακούλα σκουπιδιών. Ο αέρας φύσηξε και ένας μπόγος χρυσαφένιων μαλλιών έφτασε κοντά στα πόδια μου, τα δικά της.

Το σήκωσα και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να το κάψω, αντιθέτως το έκρυψα μέσα στο βιβλίο που διάβαζα.

Έχω ένα βιβλίο που μιλάει για αυτά, κληρονομιά της τσιγγάνας προγιαγιάς μου. Πήγα στην σελίδα που ήθελα, και άρχισα να διαβάζω τις οδηγίες. Μάζεψα άχυρα σταριού από ένα άδειο οικόπεδο κοντά στην γειτονιά, τα έπλεξα μεταξύ τους. Τα στερέωσα με ξυλάκια, από ένα σετ παιχνιδιών κατασκευής του γιου μου. Έκρυψα μέσα στο κέντρο, τον χρυσαφένιο μπόγο μαλλιών της από πάνω. Το έραψα με ένα παλιό κουρέλι που είχα, και έφτιαξα ένα κουκλάκι.

Έκανα την τελετή που χρειάστηκε για να το βαφτίσω, να το μαγέψω. Το γέμισα με λόγια μίσους και πινέζες. Το άφησα κάτω από το μπαλκόνι της, μέσα σε έναν κρυφό σωλήνα που έχω πρόσβαση, δεν θα το βρει ποτέ.

Λίγος καιρός χρειάστηκε για να δω τον θρίαμβο μου. Τα χρυσαφένια της μαλλιά δεν γυάλιζαν όπως παλιά. Το προκλητικό βλέμμα στο πρόσωπο της έσβησε. Οι επισκέψεις των αντρών σταμάτησαν. Αντί για βογκητά και αναστεναγμούς, ο μόνος θόρυβος που άκουγα, ήταν τα κλάματα της.


Created by Diana Chemeris