Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Η ΓΡΑΒΑΤΑ


Η ΓΡΑΒΑΤΑ

Με πνίγει αυτή η γραβάτα, όπως με πνίγει αυτή η γυναίκα. Με σφίγγει γερά στον λαιμό, έχει κάτσει κόμπο. Κάνω υπομονή, την φτιάχνω, αυτή σφίγγει ξανά, λες και το κάνει επίτηδες. Κάθε φορά θέλω να την ξελύσω, δεν το κάνω, μου αρέσει πολύ η συγκεκριμένη γραβάτα, όπως η συγκεκριμένη γυναίκα.

Κάθεται στον καναπέ, φλυαρεί. Λέξεις που δεν καταλαβαίνω, δεν βγάζω νόημα. Φλυαρεί για την σχέση μας, με κατηγορεί χωρίς λόγο. Γιατί.

Τι παράπονο έχει πάλι. Εγώ την προσέχω. Της παρέχω τα ταξίδια της, τα δώρα της, την ασφάλεια της, κρατάω μια σχέση που την καλύπτει. Γυναίκα με απαιτήσεις, κανονικά δεν πρέπει να παραπονιέται, δεν της λείπει τίποτα. Μόνο γκρίνια, με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένη. Παντού βρίσκει λόγο να τσακώνεται, να μουρμουρίζει. Μαλάκα και μουνόπανο ακούω από το στόμα της.

Νεύρα. Είμαι και εγώ ένας άντρας με απαιτήσεις, δεν είναι τυχαίο που μπορώ να της τα παρέχω όλα. Δουλεύω, σκίζομαι στην δουλειά και αυτή κάνει τα ψώνια της. Είμαι σε συναντήσεις και αυτή πάει βόλτα με τις φιλενάδες της. Υπογράφω συμβόλαια και αυτή επισκέπτεται το κομμωτήριο. Ποτέ δεν παραπονέθηκα για τον τρόπο ζωής που κάνει, γιατί βρίσκει πρόφαση να παραπονιέται αυτή.

Μουρμουρίζει, κάτι για μια φίλη της που πιστεύει πως γλυκοκοιτάζω. Μουρμουρίζει, που δεν της έχω πάρει την τσάντα που θέλει. Γκρινιάζει πως δεν την αγαπάω όπως πρώτα. Τα λέει με ψυχρό ύφος και το διασκεδάζει, θέλει να με φτάσει στα όρια μου.

Με σφίγγει αυτή η γραβάτα, όπως μου σφίγγει την ζωή αυτή η γυναίκα. Δεν την αντέχω άλλο, θέλω να απαλλαχτώ από αυτήν. Την ξεσφίγγω, λύνεται ο κόμπος, κρέμεται ανάλαφρα στους ώμους μου, νιώθω ελεύθερος.

Συνεχίζει να μουρμουρίζει, την κοιτάζω με φρίκη, δεν σταματάει. Πως άλλαξε αυτή η γυναίκα. Δεν είναι η γυναίκα που ερωτεύτηκα, πήρε την θέση της μια άλλη, μια άγνωστη τυχοδιώκτρια. Τόση γκρίνια, τόση κατηγορία δεν έχω αντιμετωπίσει πουθενά. Δεν με αγαπάει, οι αποδείξεις βρίσκονται στα σκληρά της λόγια, αγαπάω έναν προικοθήρα. Δεν αντέχω να την ακούω άλλο, πρέπει να απελευθερωθώ και από αυτήν.

Την πλησιάζω από πίσω. Δεν ακούω αυτά που λέει, λέξεις χωρίς νόημα από μια ψυχρή φωνή που δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για μένα, πάρα θέλει να με εκνευρίσει με κάθε τρόπο και να πετύχει τον σκοπό της. Αναθεματισμένη γυναίκα.

Παίρνω στα χέρια την γραβάτα μου. Σφιχτά την τεντώνω σαν γερό σκοινί. Την τραβάω προς τα πίσω με δύναμη, τα μάτια της έκπληκτα γουρλωμένα κοιτάνε προς τα πάνω, προς τα δικά μου μάτια. Αντιστέκεται, τινάζεται, φοβάται, οι φλέβες στον λαιμό της πετάγονται. Προσπαθεί να απελευθερωθεί από την γραβάτα, δεν την αφήνω, σφίγγω εντονότερα. Ο λαιμός της εγκλωβισμένος μέσα στην γραβάτα μου, όπως ήταν ο δικός μου προ ολίγου, ένας κόμπος στον λαιμό. Μόνο που δεν είναι το ίδιο, την πνίγω.

Θέλει κάτι να πει, μα δεν μπορεί, δεν την ακούω πια, πάρα μόνο κάτι αγκομαχητά. Και μετά σιωπή.


Created by Diana Chemeris

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΜΟΥ


Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΜΟΥ

Αγαπάω τον βασιλιά μου, τον αυτοκράτορα μου, τον άντρα μου. Σέβεται την χώρα του, τους χωρικούς και τους υπηκόους του, κυβερνάει με σθένος και ικανότητα. Σε θέματα πολέμου υπερισχύει σε στρατηγική από τους στρατηγούς, και σε καιρό ειρήνης επικρατεί ευημερία στην χώρα.

Ο βασιλιάς μου, το άστρο μου, το φως μου, τα μάτια μου, ο κόσμος όλος. Είμαι περήφανη που έγινα βασίλισσα του, κάθομαι στο πλευρό του δίπλα στον θρόνο του. Ανάμεσα στις υπόλοιπες πριγκίπισσες της χώρας διάλεξε την δική μου ομορφιά να στολίζει την αυτοκρατορία του, την δική μου υπακοή. Είμαι υπερήφανη για τον βασιλιά μου.

Είναι τρυφερός μαζί μου, συγκρατημένος, διακριτικός στους τρόπους του, όπως μόνο σε έναν βασιλιά αρμόζει. Είναι άντρας θαρραλέος και δίκαιος, άξιος ανδρείας, σεβαστός από όλους. Ο λαός τον αγαπάει, όπως και οι υπηρέτριες του.

Είμαι ευτυχισμένη στο κάστρο μου. Ικανοποιημένη από τις περιποιήσεις, την θέση που κατέχω στην εξουσία. Κάθε επιθυμία μου είναι διαταγή. Δεν μπορώ να ζητήσω άλλη τύχη, δεν τολμώ να ζητήσω τίποτε άλλο από τον Θεό, είμαι ευλογημένη.

Μέσα στο κάστρο, ανάμεσα στα πλούτη, περπατάω στους μεγαλοπρεπής διαδρόμους. Μια συνήθεια της πληκτικής ζωής μου όταν δεν χρειάζομαι στο πλευρό του αυτοκράτορα μου. Δεν του έχω δώσει απογόνους ακόμα, σπάνια έρχεται στην κάμαρα μου. Βλέπω την εκτίμηση και την αγαθή αγάπη στα μάτια του, και αυτό μου φτάνει. Τον αγαπώ.

Μια μέρα άκουσα γέλια σε μία από τις κάμαρες, το γέλιο ήταν δικό του. Κοντοστάθηκα κοντά στο πέτρινο παράθυρο, την γνώριζα αυτή την γυναικεία φωνή. Περίμενα, μέχρι που οι συνομιλίες και τα γελάκια σταμάτησαν. Βγήκε ακτινοβολώντας με χαρά μια υπηρέτρια του κάστρου, με έχει περιποιηθεί μερικές φορές.

Ανέφερε πως σέρβιρε το γεύμα του βασιλιά, του κρατούσε λιγοστή συντροφιά στην μοναδική ώρα της ημέρας που ξεκουράζεται από τα καίρια ζητήματα της χώρας. Μια σπίθα ζήλιας σιγοτρέμισε μέσα μου, προτιμάει την συντροφιά μιας υπηρέτριας παρά την δική μου. Το χαριτωμένο χαμόγελο και οι ευχάριστοι εύθυμοι τρόποι της, έσβησαν την σπίθα. Δεν τον ενόχλησα.

Λίγο καιρό μετά η υπηρέτρια παντρεύτηκε με τις ευλογίες του βασιλιά, και γέννησε. Η υπόθεση ξεχάστηκε στο μυαλό μου, μέχρι που ξαναπέρασα από την συγκεκριμένη κάμαρα. Έμεινα για αρκετή ώρα κοντά στο παράθυρο, άκουγα έντρομη με φρίκη την φωνή του βασιλιά μαζί με την γυναικεία φωνή γεμάτη ηδονή.  Έφυγα τρέχοντας στους διαδρόμους του βασιλείου.

Λίγη ώρα αργότερα με επισκέφτηκε η μεγαλειότητα του, τον υποδέχτηκα με περιφρονητικό χαμόγελο. Φίλησε το χέρι μου χωρίς να παρατηρήσει την διάθεση μου. Ήταν ευδιάθετος, τα μάτια του άστραφταν από ευτυχία, αναψοκοκκινισμένος. Μύριζα πάνω του την γυναικεία μυρωδιά, η οποία δεν ήταν δική μου. Η φλόγα της ζήλιας άναψε, το μυαλό μου θόλωσε. Είναι τρέλα, πως τόλμησε. Ο βασιλιάς μου με πρόδωσε, μαζί με εμένα θα προδώσει και την χώρα μου. Δεν θα το επέτρεπα, την αγαπούσα.

Έδιωξα κακήν κακώς τους υπηρέτες από την κάμαρα μου, προφασίστηκα πως έχω κάποιο σοβαρό ζήτημα να συζητήσω, τον έπεισα να κάτσει μαζί μου για τσάι. Δεν ανέφερα το περιστατικό, άλλα τους μελλοντικούς απογόνους που θα αποκτήσουμε καθώς τον έβλεπα να πίνει το πικρό τσάι που του πρόσφερα.

Αμφιβολία πέρασε από τα μάτια του, διαδέχτηκε ο φόβος κάτω από το σκληρό απαθές βλέμμα μου. Το φλιτζάνι από τα χέρια του χύθηκε, μαζί με το αρσενικό που γλίστρησε μέσα από τα αδέξια μου χέρια προ ολίγου. Αγωνιούσε πεσμένος στο πάτωμα. Σπαρταρούσε, πονούσε, ικέτευε, προσευχόταν, με απειλούσε καθώς αποτελείωνα το τσάι μου. Ξέρω πως μέχρι να φτάσουν οι φρουροί αυτός θα είναι νεκρός και εγώ θα εκτελεστώ.


Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ


ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Κάνω χρόνια αυτή την δουλειά, είναι εύκολη και μου αρέσει το σεξ. Παίρνω πολλά χρήματα, είμαι καλή σε αυτό που κάνω. Έχω πολλούς πελάτες, τους αρέσει η παρέα μου, το σώμα μου, το ερωτικό μου βλέμμα και οι ικανότητες μου. Χωρίζονται σε καλούς και κακούς.

Οι καλοί με γεμίζουν δώρα, είναι σταθεροί. Με επιλέγουν στην μοναξιά τους, προσφέρω αυτό που τους λείπει, λίγες στιγμές τρυφερότητας και περαστικής αγάπης, παράλληλα περνάω και εγώ ευχάριστα μαζί τους. Άλλους τους ενδιαφέρει μόνο η επαφή, το σαρκικό πάθος που χαρίζω, και σαν τους κλέφτες μέσα στην νύχτα φεύγουν μόλις κλέψουν αυτό που έψαχναν.

Δεν τους ποθώ, δεν τους αγαπάω. Τα αισθήματα έχουν χαθεί. Είναι απλή συναλλαγή μεταξύ άντρα και γυναίκας, αναζητώ τις επιθυμίες τους, ανακαλύπτω τα βίτσια τους και τα εκπληρώνω, δίνω ευχαρίστηση. Μέχρι τον επόμενο.

Υπάρχουν πάντα διαφορετικές ιστορίες, πάντα διαφορετικοί άνθρωποι. Τόσες νύχτες, τόσα πάθη, τόσος πόνος κρύβετε μέσα στα βρόμικα κρεβάτια. Εγώ τα απορροφώ και τα ξεπλένω, για λίγο. Μέχρι το επόμενο ραντεβού.

Απόψε έχω ραντεβού. Ο άντρας που ζήτησε να με δει, θέλει την εμπειρία της κοπέλας, όλη την νύχτα. Περιμένω φιλιά, χάδια και τρυφερά λόγια. Ίσως κόκκινα τριαντάφυλλα, με λίγη σαμπάνια και πολύ καλό σεξ.

Φτάνω στον απομονωμένο πύργο του, στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου, μια σουίτα. Ανοίγει την πόρτα, δεν τον γνωρίζω. Ερωτικός, ελκυστικός κύριος, με κοιτάει λάγνα, με ποθεί. Με θέλει στα κόκκινα σεντόνια, γυμνή πριν χτυπήσει δώδεκα.

Με φιλάει διακριτικά στον λαιμό, συνεχίζει με πίεση. Απαιτεί να βγάλω τα ρούχα μου, με κοιτάει με πάθος και οργή. Με λέει πόρνη, πως μου αξίζει να είμαι μία. Με φιλάει, με δαγκώνει. Μπαίνει μέσα μου.

Περίεργους ανθρώπους συναντώ, με καταπιεσμένα αισθήματα. Πληρώνουν μια πουτάνα μίας βραδιάς και τα βγάζουν.

Με πηδάει, δυνατά, γρήγορα. σκληρά. Τα χέρια του με έχουν εγκλωβίσει, τα μάτια του σταθερά πάνω μου, θυμωμένα.

<<Της μοιάζεις.>> αποκρίνεται ψυχρά.

Το πρώτο χτύπημα. Μέχρι να ξεπεράσω την έκπληξη ήρθε το δεύτερο. Τρίτο, τέταρτο χτύπημα. Συνεχίζει, ουρλιάζω, μου κλείνει το στόμα. Προσπαθώ να ξεφύγω, φοβάμαι. Σταμάτησε, με άφησε, κλαίει.

Πονάω. Τον απεχθάνομαι, τον μισώ. Δεν έπρεπε να γίνει αυτό, δεν έπρεπε να εξελιχθεί έτσι η βραδιά. Δεν είμαι μια πόρνη που δέχεται χτυπήματα, έχω περάσει πολλά. Γνωρίζω αποκρουστικούς ανθρώπους, γίνομαι θύμα τους, πληρώνουν τα αισθήματα που έχω σκοτώσει. Δέχομαι σκληρά λόγια, ανούσιο σεξ, ταπείνωση. Όχι άλλα χτυπήματα.

Το αρπάζω από το κομοδίνο. Αστράφτει μέσα στην σφιχτή παλάμη μου. Δεν ανέχομαι να τον βλέπω να κλαίει, εγώ πρέπει να κλαίω. Με κοιτάει μετανιωμένος. Ανεβαίνω πάνω του.

Το πρώτο χτύπημα. Μέχρι να ξεπεράσει την έκπληξη ήρθε το δεύτερο. Τρίτο, τέταρτο χτύπημα. Συνεχίζω, ουρλιάζω, κλαίω. Ο κοφτερός ασημένιος χαρτοκόπτης πέφτει από τα τρεμάμενα μου χέρια και τα κόκκινα μεταξωτά σεντόνια γεμίζουν με αίμα.


Created by Diana Chemeris

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

ΧΑΜΕΝΟΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ


ΧΑΜΕΝΟΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ

Αυτό το γράμμα αφιερωμένο σε εκείνον που έφυγε. Η πνοή του χάθηκε στην άβυσσο, στο άγνωστο, άλλα καθόλου μακριά. Εκείνος, που έγινε ένα με τα άστρα, τον ψάχνω ανάμεσα τους. Ένα γράμμα σε εκείνον που άφησε τόσες αναμνήσεις,  δεν παρέμεινε τίποτε άλλο πάρα μια ανάμνηση.

Εκείνος με έμαθε να αγαπώ, να νοιάζομαι, να νιώθω. Νοιάστηκα για αυτόν, τον αγάπησα. Έφυγε μέσα στην νύχτα σαν το κλέφτη, τον έκλεψαν. Εκείνος που με το χαμόγελο του φώτιζε το πρόσωπο μου. Το χαμόγελο χάθηκε.

Έχουν περάσει χρόνια. Τόσα που δεν κατάλαβα πως πέρασαν. Εγώ μεγάλωσα,  εκείνος μένει στάσιμος σε εκείνη την μοιραία μέρα που τον πήρε μακριά. Έφυγε από το σώμα του, χάθηκε μέσα στον κενό αέρα. Τα μάτια του έσβησαν, αυτά που αγάπησα. Έχουν περάσει χρόνια και όμως, είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Μαζί με αυτόν χάθηκα και εγώ, πως πεθάναμε έτσι.

Τον βλέπω, τον ακούω. Δεν έχει φύγει εντελώς, όχι. Παραμένει δίπλα μου, η οσμή του, η φωνή του, η παρουσία του. Είναι εδώ, μια καθημερινή ανάμνηση, ζει. Τόσα πράγματα θυμάμαι, τόσα πράγματα έμειναν μαζί μου. Τόσα πράγματα ήθελα να γίνουν, μα δεν μπορούνε πια.

Έρχεται τα βράδια, με επισκέπτεται. Εκείνα τα όνειρα φαίνονται αληθινά, τον έχω μπροστά μου. Ξεχνώ τον θάνατο του, πιστεύω πως δεν πέθανε ποτέ. Εκείνα τα βράδια τον περιμένω, σαν να μην άλλαξε τίποτα. Συνεχίζουμε εκεί που αφήσαμε την ζωή μας μαζί, εκείνα τα όνειρα που αναπληρώνουν ότι χάθηκε.

Ζούμε μαζί, χορεύουμε, τραγουδάμε, γελάμε. Λέξεις, έρωτες, παιχνίδια. Σαν να μην έφυγε ποτέ, νιώθω την σάρκα του, τα μάτια του, τα φιλιά του. Η αγάπη του δεν χάθηκε ακόμα, είναι μαζί μου. Ένα σ ’αγαπώ για καληνύχτα. Μέχρι το καλημέρα που ξυπνώ.

Δεν με αφήνει, έρχεται σε ανυποψίαστες στιγμές. Δεν με αφήνει, υποσχέσεις, γλυκόλογα, χάδια, αγκαλιές. Δεν με αφήνει, μου θυμίζει πως υπάρχει, είναι ακόμα εδώ. Μέσα στην καρδιά μου, το μυαλό μου, τον κρατώ. Δεν τον αφήνω.

Ο Βαλεντίνος μου. Γιορτάσαμε μαζί τους προηγούμενους που έχασε, φέτος ξανά θα βρεθούμε, τον περιμένω. Συνάντηση στα όνειρα που θέλω τόσο πολύ να πραγματοποιήσω, ξέρω είναι αδύνατο. Αντικαθιστώ την πραγματικότητα που χάθηκε με την απώλεια του.
Μέχρι το βράδυ λοιπόν.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

ΟΠΛΟΦΟΡΩ


ΟΠΛΟΦΟΡΩ

Κοιτάζω το είδωλο μου στον καθρέφτη, δεν μου αρέσει αυτό που βλέπω. Γέρασα και η ζωή πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Γνώρισα ανθρώπους, όλοι τους περαστικοί, γυναίκες και φίλοι. Δεν άφησαν τίποτα πάρα μόνο θλιβερές αναμνήσεις και λιγοστές χαρούμενες. Έρωτες που δεν εκπληρώθηκαν και φίλοι που με πούλησαν.

Κοιτάζω το όπλο στα χέρια μου. Δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ, το κρατάω για προστασία, επικίνδυνες εποχές ζούμε. Οι άνθρωποι που συναντώ κοιτάζουν άπληστα, με κακία, μίσος, σαν να εύχονται το κακό μου. Κάποιες φορές πιάνω τον εαυτό μου να θέλω να χρησιμοποιήσω το όπλο πάνω τους, εκεί όμως θα διαπράξω έγκλημα, αμαρτία, και θα πληρώσω.

Δεν μου μένει τίποτα άλλο παρά να ανέχομαι. Ανέχομαι ανθρώπους που δείχνουν τα δόντια τους σε ένα ψεύτικο χαμόγελο και μόλις βρούνε ευκαιρία δαγκώνουν. Τους ανέχομαι, φθείρομαι ψυχολογικά, δεν τους αντέχω.

Κοιτάζω το είδωλο μου στον καθρέφτη. Πώς έγινα έτσι. Κάποτε ήμουν νέος, ζωηρός, γεμάτος ελπίδες και επιθυμία. Χαρά, προσδοκία, χαιρόμουν και αγαπούσα τους ανθρώπους μου. Τώρα μόνο απέχθεια έχει ριζώσει βαθιά μέσα μου, η καρδιά μου κρύωσε. Πως έχει γίνει έτσι η ζωή μου. Κοιτάζω το είδωλο μου στον καθρέφτη, στοχεύω. Μπαμ.

Γίνεται θρύψαλα. Κοιτάζω το όπλο, κάνει θόρυβο. Όπως έκαναν τόσοι άνθρωποι στην ζωή μου, ψεύτικες υποσχέσεις και ψεύτικες αγκαλιές. Έφυγαν σαν το βράδυ, τον κρύο αέρα που με την αυγή φεύγει μαζί με τις άσχημες βασανιστικές σκέψεις. Και πάλι από την αρχή, μέρα με την μέρα πολεμάω, ψάχνω. Ψάχνω τους ανθρώπους που τόσο είχα αγαπήσει, που δεν υπάρχουν πια, με το πέρασμα του χρόνου άλλαξαν. Αυτό που είχα αγαπήσει δεν υπάρχει, δεν θα το βρω. Πέρασε και αναρωτιέμαι. Που πήγαν όλα.

Κοιτάζω τα θρύψαλα. Δεν είμαι νέος πια, γεμάτος ζωντάνια. Γέρασα, έγινα πικρόχολος, πως έγινε έτσι η ζωή μου ρωτώ ξανά και ξανά. Μπήκα στο παιχνίδι μαζί με τους άλλους. Να δαγκώσω και εγώ, να πληγώσω. Ένα πραγματικό χαμόγελο δεν ζωγραφίζεται πάνω στο πρόσωπο μου, έχει να εμφανιστεί καιρό. Μόνο υποκρισία, μόνο αυτό έχει απομείνει. Έτσι περνάει όλη η μέρα, με ψέματα. Βαθιά μέσα μου αναρωτιέμαι, πού πήγε αυτός ο ευχάριστος νεαρός, που αγαπούσε, που ευχόταν, που ήλπιζε. Που πήγε, έγινε θρύψαλα. Κοιτάζω κατάματα την κάννη του όπλου. Μπαμ.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

ΝΕΑΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ


ΝΕΑΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Είναι εκείνες οι νεαρές, οι νεότερες στις οικογένειες, που ακόμα δεν έχουν γίνει γυναίκες. Είναι κοριτσόπουλα, ακόμα παιδιά. Και όπως τα παιδιά, έτσι και αυτές οι νεαρές κυρίες έχουν γεμίσει το κεφάλι τους με παραμύθια.

Πάντα το ίδιο παραμύθι, η ίδια ιστορία. Ο καλός πρίγκιπας, σώζει την φτωχή νεαρή δεσποινίδα από την φτώχεια και την απελπισία. Ένας πρίγκιπας την ερωτεύεται παράφορα και την παίρνει μακριά από τον ξεπεσμό, μέσα στο παλάτι του. Πιστεύουν πως έτσι είναι η πραγματική ζωή, πως έτσι θα συμβεί στη ζωή τους. Ελπίζουν, χαμένες στα παραμύθια.

Θα μπορούσα να θεωρηθώ πρίγκιπας. Είμαι νέος, ευγενής από αριστοκρατική οικογένεια. Οι πρόγονοι μου κρατούν παράσημα και τίτλους, το οικογενειακό όνομα έχει αξία στα μάτια της κοινωνίας. Το εξοχικό μας είναι διπλάσιο από την έπαυλη στην πρωτεύουσα, τα κτήματα μας φτάνουν μέχρι τις κορυφές του βουνού. Η περιουσία μας τεράστια.

Θα μπορούσα να θεωρηθώ πρίγκιπας. Έχω καλούς τρόπους και ανατροφή, μιλάω επίσημα και ευγενικά όταν παρευρίσκομαι στον κύκλο μου. Έχω μόρφωση και ασχολίες. Τα ενδύματα μου είναι από ακριβά υφάσματα που προσδίδουν αρχοντική γοητεία. Το άλογο μου είναι δυνατό και περήφανο όταν βρίσκομαι στην ράχη του. Αισθάνομαι άξιος στην κληρονομιά που με χαρακτηρίζει.

Είναι εκείνες οι νεαρές χωριατοπούλες που πιστεύουν στα παραμύθια. Όταν εμφανίζομαι τα καλοκαίρια, χαμηλώνουν το βλέμμα ντροπαλά, φαντάζονται πως θα τις σώσω, σαν τον πρίγκιπα του παραμυθιού. Τις αγαπώ αληθινά, για την αθωότητα και την νεότητα τους. Η ηλιαχτίδα της παιδικότητας αλλάζει την μουντή ζωή στο εξοχικό, έντονα συναισθήματα έρωτα αποσπούν την καθημερινότητα μου.

Όταν βρεθούμε μόνοι, το βλέμμα τους γεμίζει αδημονία και ευτυχία για το παραμύθι που πραγματοποιείται. Τις διαλέγω σαν πορσελάνινες κούκλες, υλοποιώ το παιδικό παιχνίδι. Ερωτόλογα και υποσχέσεις εκπληρώνουν την φαντασίωση. Τις κρατώ στην αγκαλιά μου και φιλάω το υπέροχο νεανικό τους δέρμα. Το τέλος του παραμυθιού τελειώνει στον αχυρώνα ή στον στάβλο, ανάμεσα στα άχυρα και τα ζώα που χλιμιντρίζουν αγέρωχα.

Εκεί χύνεται η σταγόνα της ομορφιάς που τις χαρακτηρίζει, η αθωότητα που χτίσανε στα χρόνια που πέρασαν μέσα από τα παραμύθια. Εκεί παίρνω την μαγική πνοή της παρθενιάς, και κάνω τις μικρές πριγκίπισσες δικές μου.

Όταν εμφανίζονται με φουσκωμένη την κοιλιά, παρακαλούν να τις αναγνωρίζω. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο, παρά να τις φέρω πίσω στην πραγματικότητα.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ

Το περιπολικό έξω από την πολυκατοικία, παίρνει τις μαρτυρίες των γειτόνων. Σκοτεινή ατμόσφαιρα θανάτου έχει τυλίξει την γειτονιά. Κανένας δεν περίμενε πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, κανένας δεν περίμενε πως θα αντιδρούσε έτσι. Κανένας δεν περίμενε πως η παιδική ψυχή, θα έχανε την αθωότητα της και θα γινόταν εργαλείο φόνου.

Καιρό τώρα την ακούγαμε, δεν περνούσε μέρα χωρίς να βάλει τις φωνές. Μια υστερική γυναίκα που μένει μαζί με τον δεκάχρονο γιο της. Ένα αγγελούδι, που όταν συναντούσε τους γείτονες μαζευόταν ντροπαλά, χαιρετούσε δειλά. Τις καλές μέρες, είχε την άδεια να παίζει με τα παιδιά της γειτονιάς, και τότε γινόταν ζωηρός. Τις κακές όμως…

Εκείνη φώναζε, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει. Μια νευρωτική γυναίκα, που από το πρωί μέχρι το βράδυ έβγαζε τα νεύρα της πάνω στο δεκάχρονο αθώο αγόρι, το θύμα της.

<<Είσαι άχρηστος.>> ακούγαμε από τον κάτω όροφο. <<Δεν κάνεις για τίποτα.>> φώναζε υστερικά. <<Καθάρισε και μην μιλάς.>> ακούγαμε τα απογεύματα. <<Γιατί σε γέννησα.>> ρώταγε φωναχτά. Συμπόνια γέμιζε την καρδιά μας για το παιδάκι που γινόταν δέκτης των σκληρών λέξεων και τα ανεχόταν ήσυχα.

<<Θα σε σκοτώσω.>> ακούσαμε μια μέρα. Σχολιάσαμε αρνητικά τα λόγια της άκαρδης μάνας, άλλα δεν φανταστήκαμε ποτέ τα επακόλουθα. Οι υστερικές φωνές συνεχίστηκαν τις καθορισμένες ώρες που το παιδί βρισκόταν σπίτι. Τίποτα δεν άλλαζε στην ρουτίνα του κάτω ορόφου.

Κάποια μέρα, λίγο μετά που σταμάτησαν οι φωνές, χτύπησε η πόρτα. Ρωτήσαμε πριν ανοίξουμε, ακούσαμε την διστακτική φωνούλα του αγοριού από τον κάτω όροφο. Ανοίξαμε την πόρτα.

Το αθώο βλεμματάκι ήταν τρομαγμένο, κάτι ψυχρό κάλυπτε τα μάτια του. Η μπλούζα του μούσκεμα στον ιδρώτα και πιτσιλιές με αίμα, το κορμάκι του έτρεμε.

<<Η μαμά μου δεν φωνάζει πια.>> είπε φοβισμένα, γεννώντας δάκρυα στα μάτια.

Τον βάλαμε στο σπίτι μας, δεν μπορούσε να εξηγήσει τι έγινε, καθόταν αμίλητος, σοκαρισμένος μαζί μας. Δεν ξέραμε τι να συμπεράνουμε από την εμφάνιση του. Πήγαμε στον κάτω όροφο, η πόρτα του διαμερίσματος ήταν μισάνοιχτη.

Μπήκαμε μέσα, κηλίδες αίματος μας οδήγησαν στην κουζίνα. Το αποτρόπαιο σκηνικό μας σόκαρε, ακόμα δεν το πιστεύουμε. Το μαχαίρι της κουζίνας δίπλα στην καρέκλα και την πεσμένη μέσα στο αίμα μητέρα, τα μάτια της παγωμένα, έκπληκτα πάνω από τον κομμένο της λαιμό.

Καλέσαμε την αστυνομία, το παιδί δεν έχει συνειδητοποιήσει τι έκανε. Κάθετε μέσα στο περιπολικό, χαμένος μέσα στις σκέψεις, δίχως επικοινωνία με το περιβάλλον. Αυτό το αθώο αγγελάκι, έσπασε και έκανε την πράξη ενός κοινού δολοφόνου. Δεν άντεξε τις φωνές της μητέρας του, έβαλε τέλος  στην φωνή της. Τώρα κουβαλάει τις απειλές του παρελθόντος και την πράξη που τελικά αυτός έκανε πραγματικότητα.


Created by Diana Chemeris